26 Ιανουαρίου 2009

Ελληνισμός, Χριστιανισμός, Μετα-μοντερισμός

Θ. Ι. Ζιάκας, συγγραφέας


Στο κείμενο που ακολουθεί σκοπεύω να συζητήσω το πρόβλημα της ελληνικής ταυτότητας σήμερα. Μιλώντας για «πρόβλημα» εννοώ ότι η σύγχρονη εθνική μας ταυτότητα πρέπει να ανανοηματοδοτηθεί και το θέμα είναι με ποιον τρόπο. «Πρέπει», γιατί οι παλιές νοηματοδοτήσεις, η «μετακενωτική» και η «ελληνοχριστιανική», έχουν καταρρεύσει, αφήνοντας στη θέση τους τη μηδενιστική[1], η οποία διαλύει την κοινωνική συνοχή και υποστρέφει την πολιτισμική εξέλιξη του Ελληνισμού.


Η «μετακενωτική» και η «ελληνοχριστιανική» νοηματοδότηση αποτελούσαν τις δύο εκδοχές, υπό τις οποίες ο Ελληνισμός συνειδητοποίησε την ετερότητα του τρόπου μετοχής του στη νεωτερική πολιτισμική οικουμένη. Για την πρώτη, τη βασισμένη στο κοραϊκό δόγμα της «μετακένωσης», η ενότητα (ταυτότητα) του αρχαίου και του νέου Ελληνισμού υφίσταται μέσω των ευρωπαϊκών Φώτων: Τα αρχαιοελληνικά φώτα διασώθηκαν στη Δύση, ενώ εδώ, στο Βυζάντιο, είχαν σβήσει τελείως. Οπότε «φωτιζόμενοι» από τη Δύση ξαναπαίρνουμε την ελληνική μας ταυτότητα. Για την «ελληνοχριστιανική» εκδοχή, από την άλλη μεριά, δεν χρειαζόταν η μεσολάβηση των δυτικών Φώτων. Η συνέχεια με την αρχαία Ελλάδα υφίστατο χωρίς διακοπή, λόγω του συγκερασμού Ελληνισμού και χριστιανισμού στο Βυζάντιο. Για τη μηδενιστική, τέλος, νοηματοδότηση, η οποία ήρθε να καλύψει το κενό που άφησε η εξάντληση των δύο προηγουμένων, α) το έθνος είναι φανταστική κοινότητα, β) η πίστη στην υπαρκτότητα μιας τέτοιας κοινότητας παράγει ανεπιθύμητα - αντιανθρωπιστικά αποτελέσματα και γ) όσο γρηγορότερα απαλλαγούμε απ΄ αυτήν τόσο το καλύτερο. Ο εθνομηδενισμός συμπίπτει με το πέρασμα στη λεγόμενη «μεταμοντέρνα κατάσταση»[2], όπου η ίδια η έννοια της διαχρονικής ταυτότητας, προσωπικής και συλλογικής, διαλύεται μέσα στα αυτονομημένα συστήματα[3]. Αυτή η «κατάσταση» συνιστά και τον άμεσο ιστορικό ορίζοντα εντός του οποίου ερχόμαστε να συζητήσουμε για την εθνική ταυτότητα.


Θεωρητικά η εθνική ταυτότητα μπορεί να οριστεί ως τομή δύο σχέσεων: Είναι, πρωτίστως, σύγχρονη σχέση με τους «άλλους» (π.χ. Αμερικάνους, ευρωπαίους «εταίρους», Τούρκους). Στο επίπεδο της οριζόντιας αυτής σχέσης η εθνική μας ταυτότητα συμπίπτει με την ετερότητα του τρόπου μετοχής μας στην κοινή νεωτερική οικουμένη, στον σημερινό παγκόσμιο πολιτισμό. Είναι όμως, η εθνική ταυτότητα και διαχρονική σχέση με αυτό που κατά καιρούς «ήμασταν». Στο επίπεδο της κάθετης αυτής σχέσης είμαστε, όπως πιστεύουμε, το αυτό υποκείμενο στην Αρχαιότητα, στο Βυζάντιο και στη Νεωτερικότητα. Στο μέτρο όμως που η διαχρονική ταυτότητα δεν είναι αυτιστική ψευδαίσθηση, υφίσταται στο επίπεδο των σημερινών σχέσεων με τους «άλλους» και συμπίπτει με την «ταυτότητα» που αυτοί βλέπουν σε μας. Όταν η συγχρονική διάσταση «τέμνει» τη διαχρονική, τότε και μόνον τότε, απαρτίζεται πραγματική εθνική ταυτότητα.[4]


Θα εκθέσουμε στη συνέχεια πώς εμφανίζεται το πρόβλημα στις δυο διαστάσεις της εθνικής ταυτότητας.

1. Ο μεταμοντερνισμός


Η ιστορική εποχή που διανύουμε χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του μεταμοντερνισμού.


Για τον χαρακτήρα του μεταμοντερνισμού έχουμε δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη ο μεταμοντερνισμός είναι μια κατάσταση που έρχεται ως φυσιολογικό επακόλουθο της νικηφόρας ολοκλήρωσης του νεωτερικού πολιτισμού. Από τη στιγμή που όλος ο κόσμος έχει αποδεχθεί το δυτικό πρότυπο η ιστορική εξέλιξη περιορίζεται πλέον στην εντατική εμπέδωσή του στα διάφορα μήκη και πλάτη. Δηλαδή ο κόσμος τείνει προς την πολιτισμική ομογενοποίηση. Η αντίληψη ότι μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού επέρχεται το «τέλος της Ιστορίας», συνοψίζει αυτήν ακριβώς την εκδοχή. Τη συμμερίζονται τα άρχοντα συγκροτήματα των χωρών της Δύσης, καθώς και οι «ανακυκλωμένοι» οπαδοί του μοντέρνου κολεκτιβισμού (κομμουνιστές, σοσιαλιστές κ.λπ.). Αν ισχύει, η πρώτη αυτή εκδοχή, τότε ο κυρίαρχος σήμερα εθνομηδενισμός αποβαίνει ακαταγώνιστος και η εθνική μας αποσύνθεση είναι μάλλον αναπόφευκτη. Στην περίπτωση αυτή η συνέχιση της συζήτησης στερείται νοήματος.


Για τη δεύτερη εκδοχή η «μεταμοντέρνα κατάσταση» αποτελεί διευρυνόμενο ρήγμα στα ίδια τα θεμέλια του νεωτερικού πολιτισμού. Οι θεωρητικοί της υποστηρίζουν ότι το «νεωτερικό παράδειγμα» έχει σαφώς ξεπεραστεί. Με τον επιστημολογικό αυτό όρο εννοούν, κατά βάση, ότι η ειδική νοηματοδότηση του υποκειμένου, πάνω στην οποία χτίστηκε η νεωτερικότητα, έχει υπονομευθεί από την ανάπτυξη-ολοκλήρωση της ίδιας της νεωτερικότητας. Πρόκειται για το θέμα της εξατομίκευσης: ενώ για τη νεωτερικότητα ο άνθρωπος είναι Άτομο και η παραδοχή αυτή είναι το θεμέλιο όλων της των θεσμών, η μεταμοντέρνα πραγματικότητα έρχεται να αναιρέσει σε μαζική κλίμακα την παραδοχή αυτή. Ο μεταμοντέρνος άνθρωπος δεν είναι Άτομο.


Για να φτάσουμε στη «μεταμοντέρνα κατάσταση» περάσαμε από δύο στάδια ή μορφές νοηματοδότησης της νεωτερικής ατομικότητας: τον ρομαντισμό και τον μοντερνισμό[5]. Λόγω της ειδικής σημασίας που έχουν οι ανθρωπολογικές εξελίξεις για την εθνική ταυτότητα ας δούμε τον χαρακτήρα τους:

α) Ο ρομαντικός τύπος


Ρομαντικός είναι ο άνθρωπος που ενώ έχει δεχθεί το πρόταγμα του Διαφωτισμού ότι είναι Άτομο, δεν έχει απαλλαγεί ακόμη από τη μεσαιωνική πίστη στην ύπαρξη «ψυχικής ενδοχώρας». Πιστεύει ότι η ατομικότητά του συμπίπτει με κάποια προκοινωνική, προλογική και απροσδιόριστη εσωτερικότητα, η οποία του ανήκει και είναι ο «εαυτός» του. Με αυτή την αντίληψη για την ατομικότητά του συμβαδίζουν: η προτεραιότητα του συναισθήματος έναντι της λογικής, η ανησυχία για την αποσύνθεση της «ηθικής ολότητας», η απέχθεια προς τη μηχανοκρατία και η καταφυγή στην καλλιτεχνική εμπειρία, για τη διατύπωση ουτοπικών εναλλακτικών λύσεων. Εννοείται ότι η ρομαντική κριτική στον Διαφωτισμό είναι οξύτατη, αλλά εποικοδομητική, αφού ο εξεγερμένος ρομαντικός, παλιός ή νέος, δεν παύει ποτέ να αμφιβάλει για την δική του ατομικότητα (τη διαχρονική ταυτότητά του).

β) Ο μοντέρνος τύπος


Ο μοντέρνος άνθρωπος, απολύτως κυρίαρχος στο δεύτερο ήμισυ το 19ου και στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, έχοντας ξεμπερδέψει με τις «ρομαντικές αυταπάτες», ενσαρκώνει πλήρως το ανθρωπολογικό πρόταγμα της νεωτερικότητας: το λογικοκρατούμενο μηχανόμορφο άτομο. Βλέπει τον εαυτό του σαν αυτορρυθμιζόμενη μηχανή, που πρέπει να συντηρείται σωστά, για να λειτουργεί καλά και να αποδίδει το μέγιστο της αποδόσεώς της. Το Εγώ είναι το κέντρο ελέγχου της μηχανής. Είναι σταθερό και αναλλοίωτο, επειδή στηρίζεται σε δεδομένες «αρχές» και έχει για τούτο αναγνωρίσιμο χαρακτήρα και προβλέψιμη συμπεριφορά. Είναι ο «άνθρωπος αρχών» (που φτιάχνει βεβαίως και «κόμματα αρχών»). Απόλυτα προσγειωμένος πιστεύει μονάχα στην επιστήμη και στην τεχνική. «Ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον» και το «προγραμματίζει». Η συνέπεια, η απλότητα, η ειλικρίνεια και η ψυχρή λογική, χαρακτηρίζουν τον κόσμο των αξιών του. Εννοείται ότι πλάι στο μοντέρνο άτομο επιβιώνει, αλλά σαν δευτερεύων τύπος και υπό διάφορες παραλλαγές, το ρομαντικό άτομο.

γ) Ο μεταμοντέρνος τύπος


Ο μεταμοντέρνος τύπος, που η εμφάνισή του γενικεύεται τις τελευταίες δεκαετίες και εκτοπίζει σε μαζική κλίμακα το μοντέρνο άτομο, ιδιαίτερα στις νέες γενιές, δεν βλέπει τον εαυτό του σαν κάτι που οφείλει να είναι αυτοσυνεπές. Κάτι το δεδομένο και αναλλοίωτο. Δεν πιστεύει, κατ’ αρχάς, ότι έχει μια ρομαντική ψυχική ενδοχώρα. Ούτε βλέπει τον εαυτό του σαν μηχανόμορφη ατομικότητα, που ελέγχεται από ένα αυτόνομο και σταθερό λογικό εγώ. Τον βλέπει να κατασκευάζεται από τις κατά κανόνα απρόβλεπτες συνθήκες. Οι θεωρητικοί του αναλύουν πως το ίδιο συμβαίνει στην πραγματικότητα και με τους δύο προηγούμενους τύπους υποκειμένου. Είναι κι αυτοί κοινωνικά κατασκευάσματα. Με τη μόνη διαφορά ότι η σχετική σταθερότητα των κοινωνικών σχέσεων του περιβάλλοντός τους, έδειχνε να επιβεβαιώνει την υποθετική αμεταβλητότητα και προ-εξω-κοινωνικότητα του εγώ. Τώρα που μπήκαμε στην «εικονική πραγματικότητα» και τα πάντα αλλάζουν, πριν προλάβουν να παλιώσουν, η προσωπικότητα αποκαλύπτεται κινούμενη άμμος. Καμιά σχέση με το θρυλικό Άτομο. Για τους μεταμοντέρνους θεωρητικούς η «ατομικότητα» είναι γλωσσοκοινωνική δομή, που αλλάζει ανάλογα με τις συνθήκες και τα «γλωσσικά παιγνίδια». Σχεσιοκρατική, σχετικιστική, συμβατικιστική, αντιφατική-μεταβαλλόμενη, η μεταμοντέρνα νοηματοδότηση του υποκειμένου τοποθετείται στους αντίποδες της νευτώνειας ατομοκρατικής νεωτερικής νοηματοδότησης.


Σε συμφωνία με το σχεσιακό του περιεχόμενο το μεταμοντέρνο άτομο δεν πιστεύει στη μία αλήθεια. Πιστεύει, αφ’ ενός, πως δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, αλλά πολλές σχετικές αλήθειες. Πιστεύει, αφ΄ ετέρου, ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ποια από τις σχετικές αλήθειες είναι η πραγματικά αληθινότερη. Πιστεύει τέλος ότι δεν υπάρχουν αλήθειες ανιδιοτελείς, χωρίς κανονιστικό-εξουσιαστικό περιεχόμενο. Η παραδοχή της δικής σου αλήθειας προκαλεί, κατ’ ανάγκην, την υποταγή μου στη δική σου εξουσία. Κατ’ ακολουθία το μεταμοντέρνο άτομο είναι «υπεράνω» ηθικών αρχών: Όλες είναι σχετικές και συμβατικές. Εξαρτώνται απολύτως από τα δεδομένα γλωσσοκοινωνικά τους πλαίσια. Δεν είναι προικισμένες με καμιά υπερβατική αυθεντία. Γνωσιολογικά και ηθικά σχετικιστικό, αγνωστικιστικό και εκλεκτικό, το μεταμοντέρνο άτομο, δεν βρίσκει «νόημα» στον τρόπο ζωής του μοντέρνου ανθρώπου. Παραιτείται από τη μοντέρνα αξίωση να υποταχθεί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του υπαρξιακού χρόνου, πολύ δε περισσότερο του ιστορικού χρόνου, σε μια λογική-προγραμματική ενότητα, επιβεβαιωτική διαχρονικής ταυτότητας («ατομικότητας»). Ονειρεύεται τον «εαυτό» του να «σερφάρει πάνω στα κοινωνικά κύματα» ακολουθώντας τον ρυθμό τους και τις απρόβλεπτες ριπές του ανέμου. Αλλά ο εαυτός «του» δεν υπάρχει πια. Είναι το ίδιο το κοινωνικό κύμα που μέσα απ’ αυτόν ονειρεύεται «εαυτότητα».

δ) Ανθρωπολογικό αδιέξοδο;


Οι επισημάνσεις αυτές οδηγούν στο κρίσιμο ερώτημα; Μπορεί ο μεταμοντέρνος τύπος υποκειμένου να επωμιστεί το βάρος της διευρυμένης αναπαραγωγής των γιγάντιων αυτονομημένων νεωτερικών συστημάτων;


Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Το μοντέρνο άτομο παραμένει αναντικατάστατο. Στην αντίφαση αυτή βρίσκεται το μέγα πρόβλημα της νεωτερικότητας: καθώς ολοκληρώνεται ο νεωτερικός πολιτισμός καταστρέφει μαζικά τον ανθρωπολογικό τύπο, πάνω στον οποίο στηρίζεται, δηλαδή το μοντέρνο Άτομο. Ο μεταμοντέρνος άνθρωπος δεν είναι ένας καινούργιος ανθρωπολογικός τύπος, αλλά το κατεστραμμένο νεωτερικό Άτομο. Είναι ο τύπος που παράγει η νεωτερική εξατομίκευση, όταν ολοκληρώνεται. Γι’ αυτό και ο πανικός, η σπασμωδικότητα και η πρωτοφανής κοινωνική αγριότητα, με την οποία αντιδρά ο μοντερνισμός.


Η αντίδραση του Συστήματος στο πρόβλημα προσλαμβάνει τη μορφή του εκσυγχρονισμού, ο οποίος συνιστά κατά βάση μια στρατηγική φυγής προς τα πίσω. Πράγματι: Ανθρωπολογικός στόχος του νεοφιλελευθερισμού είναι σαφώς η επιστροφή στον μοντερνισμό, η ανασυγκρότηση του Ατόμου. Η μέθοδος που έχει επιλέξει είναι η εκ των άνω δημιουργία συνθηκών άγριου κοινωνικού δαρβινισμού. Οι μοντερνιστές, φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές, νομίζουν ότι για τη μεταμοντέρνα αποσύνθεση του Ατόμου, ευθύνεται ο κρατισμός, ο κομμουνιστικός, ο σοσιαλδημοκρατικός, ο κεϋνσιανός, οι οποίοι κακοσυνήθισαν τις μάζες στην κοινωνική αμεριμνησία. -Τώρα που κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, το αντίπαλο δέος του οποίου καθιστούσε (για τη Δύση) απαραίτητο το κράτος πρόνοιας, ας σαρώσουμε τα κρατιστικά προνοιακά συστήματα, για να εξαναγκάσουμε τον νεωτερικό άνθρωπο να ξαναγίνει Άτομο: -Ή θα αναπτύξετε ατομικιστική παραγωγική υπευθυνότητα και ανταγωνιστικότητα, ή θα πεθάνετε!


Όμως η γέννηση και η άνοδος του μοντέρνου κολεκτιβισμού (κρατισμού) δεν ήταν ένα «ατύχημα». Ήταν γέννημα της ανάπτυξης του ίδιου του φιλελευθερισμού. Ήταν απάντηση στην εκρηκτική κλιμάκωση των προβλημάτων που δημιουργούσε ο ίδιος ο φιλελευθερισμός. Επίσης: η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν ήταν αποτέλεσμα της κατίσχυσης του φιλελευθερισμού, αλλά της δικής του εσωτερικής αδυναμίας να λύσει τα προβλήματα που τον γέννησαν. Τελικώς, κι αυτό είναι που έχει σημασία, η κατάρρευση του κρατισμού συμπίπτει με τη μετάβαση του συνόλου της νεωτερικότητας σε νέα φάση, όπου η ατομικότητα αυτή καθ΄ αυτή και οι μοντέρνες αξίες της έχουν ξεπεραστεί. Κοντολογίς: Οι μοντερνιστές δεν αντιλαμβάνονται τον μεταμοντερνισμό, ως αυτό που πράγματι είναι: ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης του μοντερνισμού. Συνεπώς οι προσπάθειές τους να διατηρήσουν τις δομές αυτού του τελευταίου, μέσω πολιτικών κοινωνικού δαρβινισμού, δεν λύνουν το πρόβλημα. Απλώς ανακυκλώνουν το ανθρωπολογικό αδιέξοδο.


Αδιέξοδη είναι και η αντίδραση του ρομαντισμού, στο μέτρο που προσλαμβάνει τη μορφή του φονταμενταλισμού. Ο φονταμενταλισμός, αρνούμενος τη νεωτερικότητα, κηρύσσει την υποστροφή στο προνεωτερικό κολεκτιβιστικό παρελθόν, χωρίς όμως να θίγει το σύστημα των αναγκών. Δημιουργεί έτσι ένα αμυντικό κέλυφος απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, αλλά με βραχυπρόθεσμη αποτελεσματικότητα και εν πολλοίς αμφίβολη. Βραχυχρόνια είναι άλλωστε τα οφέλη και από τον εκσυγχρονισμό. Βάζοντας τα δυνατά σου στην κούρσα του εκσυγχρονισμού δεν αποφεύγεις βεβαίως τον γκρεμό, προς τον οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, καλπάζουν οι προπορευόμενοι. Αποφεύγεις όμως τον αμεσότερο κίνδυνο να σε ποδοπατήσουν οι αλαλιασμένοι που έρχονται πίσω σου.


Ας συνοψίσουμε: Φτάνοντας στην ολοκλήρωσή του ο νεωτερικός ατομικισμός αυτοκαταστρέφεται. Η κρίση της εξατομίκευσης παράγει το μεταμοντέρνο μη-άτομο, η επικράτηση του οποίου απειλεί ολόκληρο το νεωτερικό σύστημα. Αν η εκσυγχρονιστική και η φονταμενταλιστική φυγή προς τα πίσω δεν αποτελούν λύση μήπως υπάρχει διέξοδος προς τα εμπρός; Μήπως υπάρχει δυνατότητα ανθρωπολογικής εξελίξεως πέρα από το Άτομο; Προς το παρόν το ερώτημα αυτό δεν τίθεται. Η καταφατική όμως απάντηση θα έδινε, αυτομάτως, νόημα και προοπτική στη «μεταμοντέρνα» συζήτηση για την ανανοηματοδότηση της προσωπικής και της εθνικής ταυτότητας.


Ας θεωρήσουμε στο σημείο αυτό ότι σκιαγραφήσαμε επαρκώς το πεδίο των παροντικών σχέσεων κι ας περάσουμε στο πεδίο των διαχρονικών σχέσεων ορισμού της εθνικής ταυτότητας.

2. Η εθνική συνέχεια


Πριν μιλήσουμε για εθνική συνέχεια δια μέσου διαφορετικών πολιτισμών πρέπει να δούμε τι σημαίνει εθνική συνέχεια στο εσωτερικό του αυτού πολιτισμού. Κατ' αρχάς, με ποια έννοια ξεχωρίζουμε, ως διαφορετικούς, τον αρχαίο ελληνικό, τον βυζαντινό, τον δυτικό μεσαιωνικό, τον νεωτερικό και οιονδήποτε άλλο πολιτισμό; Τι είναι αυτό που μας κάνει π.χ. να ορίζουμε ως «νεωτερικό» τον σημερινό παγκόσμιο πολιτισμό και να λέμε πως είναι ο «ίδιος» μ' αυτόν που ξεκίνησε με τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση;

α) Ο παραδειγματικός άξονας


Η απάντηση, που ήδη έχουμε χρησιμοποιήσει, είναι το ανθρωπολογικό παράδειγμα, το ανθρωπολογικό πρότυπο, ο τύπος ανθρώπου.


Για τη νεωτερικότητα αυτός ο τύπος ανθρώπου είναι το Άτομο, του οποίου μόλις παρακολουθήσαμε τις μεθηλικιώσεις (ρομαντικό, μοντέρνο, μεταμοντέρνο). Για τους ανατολικούς πολιτισμούς είναι ο κολεκτιβιστικός τύπος ανθρώπου, στον οποίο η ατομική συνείδηση υπνώττει. Εκεί η ατομική συμπεριφορά προκαθορίζεται από τα τυπικά της ομαδικής αυθεντίας. Κολεκτιβιστικός ήταν επίσης ο άνθρωπος του δυτικού μεσαίωνα, από την κατάρρευση του οποίου ξεπήδησε το νεωτερικό άτομο. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, όπως και ο ρωμαϊκός, στο κέντρο τους είχαν επίσης το Άτομο, αλλά υπό μορφή διαφορετική από τον νεωτερικό. Ενώ το νεωτερικό Άτομο οικοδομείται διαμεσολαβώντας τις σχέσεις του με αυτόνομα συστήματα, για το ελληνικό, αντιθέτως, η αδιαμεσολάβητη σχέση είναι «θέμα αρχής», με αποτέλεσμα τη γνωστή από τον Αριστοτέλη «αδυναμία των Ελλήνων να έχουν κράτος»… Σε όλες τις περιπτώσεις η νοηματοδότηση του υποκειμένου αποτελεί τον άξονα του πολιτισμού και ρυθμίζει την ταυτότητά του. Όταν, επομένως, μιλάμε για «εθνική συνέχεια» πρέπει να γνωρίζουμε ότι αναφερόμαστε, κατά βάθος, σε ανθρωπολογική συνέχεια.


Πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε ότι η νοηματοδότηση του υποκειμένου ρυθμίζεται, εμμέσως, από τη νοηματοδότηση της θεότητας, πράγμα που εξηγεί γιατί οι θρησκείες αποτελούν τον άξονα των μεγάλων πολιτισμών. Η θρησκευτική κοινότητα ενσαρκώνει στους κόλπους της ιστορικής κοινότητας την «παραδειγματική» κοινότητα, που ως τέτοια είναι, εν δυνάμει τουλάχιστον, οικουμενική[6]. Ικανή δηλαδή να συγκροτήσει ομοείδεια εθνών ή μορφή οικουμένης (π.χ. ορθόδοξη, ισλαμική, καθολική κ.λπ.). Η θρησκεία είναι έτσι ο οικουμενικός άξονας του έθνους. Μήπως όμως διαψεύδεται το συμπέρασμα αυτό από την περίπτωση της νεωτερικότητας, της οποίας ο άξονας, ο Διαφωτισμός, έχει την πρωτοτυπία να μην αυτοορίζεται ως θρησκευτικός; Όχι, γιατί στη θεμελιωτική (κοινωνιο-οντολογική) λειτουργία του δεν διαφέρει από τις θρησκείες. Ο αρνητικός τρόπος που νοηματοδοτεί τη θεότητα (μέσα από την απόρριψη της μεσαιωνικής νοηματοδότησής της), εγκαθιδρύει τη φυσιοκρατική ατομοκρατική νοηματοδότηση του υποκειμένου, η οποία αφού απέκοψε τον ομφάλιο λώρο, που συνέδεε τον δυτικό άνθρωπο με την κολεκτιβιστική μεσαιωνική μήτρα του, τον χειραγώγησε επιτυχώς ως τα υψηλότερα επίπεδα της εξατομίκευσης. Από κοινωνιο-οντολογική άποψη είναι λοιπόν κι αυτός μια μορφή θρησκευτικού άξονα. Προεκτείνοντας, επί τη ευκαιρία, τον συλλογισμό μας μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τώρα, που σπάει ο οικουμενικός άξονας της νεωτερικότητας, αφήνοντας στη θέση του «κενό νοήματος» (μεταμοντερνισμός = μηδενισμός της ατομικής και της εθνικής ταυτότητας), η προβληματική μας είναι αναγκασμένη να εξετάσει το ενδεχόμενο της γέννησης ενός νέου οικουμενικού άξονα -μετανεωτερικού- και της ανανοηματοδότησης της εθνικής ταυτότητας, ως ετερότητας μετοχής[7] σ' αυτόν.


Τα έθνη μετέχουν στον ανθρωπολογικό άξονα μιας ιστορικής μορφής οικουμένης, ώστε τελικά να μην νοείται έθνος χωρίς οικουμενικό άξονα κοινό με άλλα έθνη[8]. Αναπαραγόμενη η ετερότητα μετοχής σε μια δεδομένη ιστορική μορφή οικουμένης δημιουργεί «εθνική ταυτότητα» και έτσι αποκτά νόημα η «εθνική συνέχεια» στα πλαίσια του συγκεκριμένου ιστορικού πολιτισμού. Τι γίνεται όμως όταν έχουμε αλλαγή παραδειγματικού άξονα (θρησκείας ή μη-θρησκείας); Δεν διακόπτεται η «εθνική συνέχεια»;


Καθώς σημαίνει, οπωσδήποτε, αλλαγή στη νοηματοδότηση του υποκειμένου, η μεταβολή παραδειγματικού άξονα αναστοιχειώνει-μεταβάλλει τον πυρήνα της συλλογικής ταυτότητας. Άρα έχουμε, κατ' ανάγκην, διακοπή της συνέχειας. Για να μην έχουμε διακοπή θα πρέπει η αλλαγή να είναι απλώς άλλη βαθμίδα στην εξέλιξη του αυτού υποκειμένου. Πώς π.χ. εγώ, ο σημερινός μεσήλιξ είμαι το αυτό υποκείμενο με τον προχθεσινό έφηβο; Αν μπορεί να υποτεθεί ότι και στα συλλογικά υποκείμενα υπάρχει εξέλιξη, τότε έχει νόημα η διαθρησκειακή εθνική συνέχεια. Προβάλλουν όμως τότε μια σειρά νέα ερωτήματα, όπως: Ποιες μπορεί να είναι οι «βαθμίδες» της πολιτισμικής-ανθρωπολογικής εξέλιξης; Ποιος είναι ο ειδικός χαρακτήρας τους; Η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο είναι «μονόδρομος»; Ή μήπως μαζί με τον νόμο προόδου υπάρχει και νόμος υποστροφής; Είναι πάντως βέβαιο ότι χωρίς παραδοχή ανθρωπολογικής εξελίξεως, η διαθρησκειακή εθνική συνέχεια εκπίπτει σε τυπικό ιδεολόγημα, απ' αυτά που δεν έχουν κανένα απολύτως πραγματικό περιεχόμενο.


Η αναγκαιότητα αυτή δεν διέλαθε της προσοχής του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου, του θεωρητικού της «ελληνοχριστιανικής» ταυτότητας[9]. Ο θεμελιωτής αυτός του ελληνοχριστιανικού προτάγματος βασίστηκε ακριβώς στην παραδοχή «νόμου προόδου», σύμφωνα με τον οποίο ο χριστιανικός Ελληνισμός βρίσκεται σε μια ανώτερη βαθμίδα εξελίξεως, έναντι του πολυθεϊκού Ελληνισμού. Ο αρχαίος Ελληνισμός πέθανε, αλλά ο χριστιανισμός τον ανάστησε. Ο αναστημένος είναι φυσικά ο ίδιος με τον θανόντα, αλλά σε ένα ανώτερο, ριζικά διαφορετικό επίπεδο εξέλιξης.

β) Η άποψη του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου


Ο Ζαμπέλιος είδε τρία στάδια πολιτισμικής εξέλιξης: το προελληνικό, το αρχαιοελληνικό και το χριστιανικό. Κάθε στάδιο προσδιορίζεται από τον «υπογραμμό», που το διέπει (αυτό που εμείς λέμε «παράδειγμα»). Το πολυπρόσωπον της Θεότητος συμπυκνώνει έναν ειδικό «υπογραμμό», ο οποίος πήρε τον προελληνικό (πρωτόγονο-κολεκτιβιστικό) άνθρωπο και τον έκανε πολίτη, ελεύθερο και αυτοδιοικούμενο. Δηλαδή Άτομο. Ο χριστιανισμός εισάγοντας, ως «καινό υπογραμμό», τον τριαδικό τύπο κοινότητας, «αναστοιχειώνει» τον Ελληνισμό. Τον ανεβάζει σε ένα ανώτερο στάδιο, όπου εξαλείφονται τα αρνητικά της αρχαιότητας: ο ατομικισμός και ο φατριασμός, η ματαιοδοξία, ο αχαλίνωτος τοπικισμός και ο μισογυνισμός. Ό,τι χάνουν οι δουλοκτήτες-ολιγάρχες, οι ατομοκράτες-ανδροκράτες, το κερδίζει η Κοινότητα και η Οικογένεια. Το Γένος αποκτά εσωτερική συνάφεια και ενότητα. Γίνεται «ολομελές». Μεταβάλλεται σε Έθνος και αισθάνεται πλέον το αίμα του να κυλά σε όλα τα μέλη του και όχι μόνο στο κεφάλι. Απόδειξη γι’ αυτά η ακμή του νέου Ελληνισμού. Η μήτρα μέσα στην οποία λαμβάνει χώρα η μεταστοιχείωση του Ελληνισμού είναι το Βυζάντιο, το οποίο διαφέρει από τον νέο Ελληνισμό μόνο στην έξοδο του λαού από το περιθώριο και της γυναίκας από την αφάνεια.


Η σύλληψη του Ζαμπελίου υπήρξε μεγαλοφυής, αλλά ανεπαρκής, -ανίκανη να ενσωματώσει την αντίπαλή της «μετακενωτική» νοηματοδότηση της εθνικής ταυτότητας. Το βασικό λάθος της ήταν ότι δεν διερεύνησε την εμφανή, στην πολεμική «προοδευτικών» και «συντηρητικών», αντίθεση χριστιανικού (ορθόδοξου) και νεωτερικού (διαφωτιστικού) άξονα. Πίστευε ότι η χριστιανική «αναστοιχείωση του κόσμου» εκβάλλει τελικά στη νεωτερικότητα[10], γι' αυτό και δεν ανησυχούσε καθόλου για την προβληματική ευστάθεια της θέσης του, ότι το Βυζάντιο είναι ένας μεταβατικός πολιτισμικός σχηματισμός, χωρίς δικό του ανθρωπολογικό-οικουμενικό άξονα, απλώς μια ιστορική μήτρα, προορισμένη να κυοφορήσει (επί χίλια εκατό χρόνια!) τον νέο Ελληνισμό. Αντιλαμβανόμαστε, απ' αυτά τα δύο, ότι ο «νόμος προόδου» του Ζαμπελίου δεν είχε ανθρωπολογικό περιεχόμενο, ώστε να αναδείξει τους τύπους ανθρώπου, στους οποίους παρέπεμπαν ο αρχαιοελληνικός, ο βυζαντινός και ο νεωτερικός «υπογραμμός». Έτσι όμως το ανθρωπολογικό περιεχόμενο της εξελικτικής παραδοχής αφέθηκε στο σκοτάδι και μαζί του ατεκμηρίωτο και προπαντός μη λειτουργικό, το όλο πρόταγμα της ελληνοχριστιανικής εθνικής συνέχειας.


Ας συνοψίσουμε: Η υπόθεση της διαθρησκειακής εθνικής συνέχειας, δια μέσου του αρχαίου, του βυζαντινού, του νεωτερικού και ενδεχομένως του μετανεωτερικού πολιτισμού, μπορεί να ισχύει μόνο αν οι αντίστοιχοι τύποι ανθρώπου τοποθετούνται στις βαθμίδες μιας εξελικτικής ανθρωπολογικής κλίμακας.

γ) Το Πρόσωπο


Σήμερα μπορούμε να διεισδύσουμε περισσότερο στους όρους του ελληνικού αινίγματος, για τρεις λόγους: α) επειδή έχει ξεπεραστεί ο νεωτερικός ανθρωπολογικός υπογραμμός (μεταμοντέρνα κατάσταση), β) επειδή έχει καταρρεύσει η νεωτερική ελληνική ταυτότητα (κυριαρχία του εθνομηδενισμού) και γ) επειδή έχει αποκαλυφθεί ο ανθρωπολογικός φορέας του βυζαντινού τριαδικού υπογραμμού: το Πρόσωπο. Για το πρώτο και το δεύτερο έχουμε μιλήσει προηγουμένως. Για το τρίτο έχουμε γράψει σε προηγούμενα τεύχη, αλλά ας δώσουμε ορισμένα στοιχεία:


Η προσωποκεντρική νοηματοδότηση του υποκειμένου είναι κβαντικού τύπου: το υποκείμενο είναι άτομο και σχέση συγχρόνως (σωμάτιο και κύμα). Η προσωπικότητα είναι πράγματι συμπύκνωση σχέσεων, κατασκεύασμα κοινωνίας, χωρίς καμιά προκοινωνική ή εξωκοινωνική υπόσταση. Είναι το μη ον, το οποίο, ανταποκρινόμενο στην κλήση για αγαπητική σχέση, που του απευθύνει το τριαδικό Πρόσωπο, από το μέλλον, προσπαθεί να μετάσχει στο είναι, στην πραγματική ύπαρξη, που είναι η αγαπητική-τριαδική κοινωνία. Η πραγματική ατομικότητα, ως υπόσταση τριαδικής κοινοτικής ουσίας (ανιδιοτελούς αγάπης), είναι εσχατολογική: μια «πρόγευσή» της μπορούμε λάβουμε εδώ και τώρα, αλλά το «πλήρωμά» της μας περιμένει στο «μέλλον».


Η έννοια του Προσώπου είναι κατασκευή των Ελλήνων Πατέρων της βυζαντινής εποχής, αλλά υποτίθεται ότι αυτοί απλώς εννοιολόγησαν κάτι που ήταν άμεσα προσιτό: την εμπειρική πεμπτουσία του χριστιανισμού. Ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις, που μπορούμε να έχουμε, για την πραγματικότητα του Προσώπου στο Βυζάντιο[11], πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δίνει λύση στο πρόβλημα που συζητάμε. Η ιδέα της ανθρωπολογικής κλίμακας είναι εδώ σαφής: Κολεκτιβιστικός άνθρωπος, Άτομο, Πρόσωπο.[12] Η ανάδυση του «ατόμου» από την κολεκτιβιστική αμορφία και η οικοδόμηση κοινωνίας πάνω στην παραδοχή της ατομικής ελευθερίας, είναι μια διακριτή βαθμίδα στο ανοδικό ανθρωπολογικό γίγνεσθαι. Η δεύτερη μετά τον κολεκτιβιστικό άνθρωπο. Το Πρόσωπο είναι η τρίτη και τελευταία βαθμίδα. Επισυμβαίνει όταν το άτομο διαρρήξει μέσα του το σύμπαν της Βίας και το Εγώ του αποκτήσει αγαπητικό περιεχόμενο. Τότε η ατομικότητα παύει να είναι συμβατική, ψευδαισθησιακή και ασταθής κι ο άνθρωπος γίνεται πραγματικά ελεύθερος και υπεύθυνος. Όταν η αναστοιχείωση αυτή υπερβεί μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων, τότε το Πρόσωπο μπορεί να αναδειχθεί σε υπογραμμό οικουμενικού πολιτισμού, όπως έγινε, ως ένα βαθμό, στο Βυζάντιο.


Οι εφαρμογή της τρίβαθμης ανθρωπολογικής κλίμακας μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε όλα τα ζητήματα από μια καθολικότερη οπτική γωνία. Κατ’ αρχάς δίνει κριτήριο κατάταξης των πολιτισμών: ένας προσωποκεντρικός (ο βυζαντινός) τρεις ατομοκεντρικοί (ο ελληνικός, ο ρωμαϊκός και ο νεωτερικός) και οι υπόλοιποι κολεκτιβιστικοί. Μεταξύ Ατόμου και Προσώπου μεσολαβεί η κρίση της εξατομίκευσης. Αν κοιτάξουμε προσεκτικά την ελληνιστική εποχή θα μείνουμε με την αίσθηση ότι «το έργο αυτό το έχουμε ξαναδεί»: θα αναγνωρίσουμε τον ελληνικό «μεταμοντερνισμό». Η κρίση της εξατομίκευσης και η αναίρεση της ατομικότητας, είναι εκδήλωση νόμου υποστροφής, μέσα από την οποία ή θα υπάρξει πτώση στο κολεκτιβιστικό επίπεδο (π.χ. ο πολιτειακός μηδισμός του μετακλασικού Ελληνισμού και ο μοντέρνος κολεκτιβισμός του αιώνα μας) ή θα υπάρξει ρήξη του αδιεξόδου και αναστοιχείωση στο επίπεδο του Προσώπου. Η μετάβαση δεν είναι γραμμική - αυτοματική, αλλά επιλογή: κατόρθωμα ελευθερίας. Όπως υπάρχει νόμος προόδου, που διέπει την άνοδο, από βαθμίδα σε βαθμίδα, υπάρχει και νόμος υποστροφής, που διέπει την κάθοδο (π.χ. οι υποστροφές που εκβάλλουν στη ρωμαιοκρατία, τη λατινοκρατία, την τουρκοκρατία, την «ερωλιγουροκρατία»). Ο νόμος υποστροφής λειτουργεί και στο εσωτερικό του προσωποκεντρικού πολιτισμού: μπορείς να πέσεις πιο κάτω, ακόμα κι από το ατομοκεντρικό επίπεδο, αν επιμένεις να κουβαλάς τα αγαπημένα σου κουσούρια… Οι ενδεχόμενες «εκτός κλίμακας» πτώσεις δημιουργούν το φαινόμενο των μεταλλάξεων της εθνικής ταυτότητας (π.χ. τη μετάλλαξη του Έλληνα σε Τούρκο). Όλα αυτά είναι θέματα προς μελέτη.[13]

3. Ποιός χριστιανισμός;


Αν η υποθέσουμε ότι η ανάλυσή μας, για τη συγχρονική και τη διαχρονική διάσταση της εθνικής ταυτότητας, είναι σωστή, τότε ο χριστιανισμός όχι μόνο δεν έχει ξεπεραστεί, αλλά, παραδόξως, μπορεί να είναι μπροστά μας.


Η θέση αυτή είναι δύσκολο να κατανοηθεί, γιατί χριστιανισμός με χριστιανισμό έχουν διαφορά. Είναι άλλος ο χριστιανισμός του κολεκτιβιστικού ανθρώπου, άλλος του Ατόμου και άλλος του Προσώπου. Ο χριστιανισμός που προσέλαβε ο πρωτόγονος φραγκοτεύτονας δεν μπορούσε παρά να ήταν κολεκτιβιστικός. Όταν ήρθε η ώρα της εξατομίκευσής του δεν μπορούσε παρά να τον απορρίψει. Και αν έχει δίκιο ο Ρενέ Ζιράρ[14] είναι ο χριστιανισμός του Προσώπου που καθοδηγεί τον νεωτερικό αθεϊσμό στην ανηλεή «αποδόμηση» του κολεκτιβιστικού χριστιανισμού… Εντελώς διαφορετικά, ο χριστιανισμός που προσέλαβε ο «μεταμοντέρνος» Έλληνας της ρωμαϊκής εποχής, ήταν ήδη ο χριστιανισμός του Προσώπου, πράγμα που εκδηλώθηκε με τη δημιουργία της Εκκλησίας, ως κοινωνίας Προσώπων και με την τροπή της ελληνικής φιλοσοφίας σε Φιλοκαλία (του σοφού σε άγιο). Υπήρξαν φυσικά, μεταξύ των Ελλήνων, και εκείνοι που προσέλαβαν τον χριστιανισμό ως κολεκτιβιστική θρησκεία (πράγμα φανερό σε πολλές εκδηλώσεις μαζικού φανατισμού). Δεν έλειψαν επίσης εκείνοι που τον προσέλαβαν ατομικιστικά: σαν φιλοσοφία, τροποποιούμενη και ερμηνευόμενη κατά το δοκούν (π.χ. οι γνωστικές αιρέσεις και η λεγόμενη Σχολή της Αλεξάνδρειας). Είναι ο «ασύνθετος» Ελληνισμός του Ζαμπελίου, σε αντιδιαστολή με τον «εκκαθολικευμένο». Οι ανθρωπολογικές υποστροφές που ακολούθησαν, οφείλουν πολλά στην καθήλωση της (διαχρονικά πάντοτε ηγετικής) ελληνικής Λογιοσύνης στον αττικισμό, στον αναπόβλητο μισογυνισμό, στον πολιτειακό δεσποτισμό, στη νοοτροπία του Κήπου κ.λπ., που πέρασαν φυσικά και στον ελληνικό χριστιανισμό.


Ο χριστιανισμός, που έχει σημασία τη στιγμή που μιλάμε, είναι αυτός που μπορεί να απαντήσει στις ανάγκες της μεταμοντέρνας εποχής, δηλαδή ο χριστιανισμός του Προσώπου. Φωτίζει, αν τον συλλαμβάνω σωστά, ένα δρόμο, ο οποίος μπορεί, ίσως, να βοηθήσει στην ανακαίνιση του μεταμοντέρνου ανθρώπου και άρα στη μετανεωτερική ανασυγκρότηση της εθνικής ταυτότητας. Με την πρόταση αυτή, για το ενδεχόμενο μιας μετανεωτερικής αξιοποίησης του χριστιανισμού, θα κλείσω εδώ την κατ' ανάγκην ελλειπτική ανάλυσή μου για τη σχέση Ελληνισμού και χριστιανισμού στη μεταμοντέρνα εποχή.


[1] Για τους θιασώτες του εθνομηδενισμού στην Ελλάδα σήμερα βλ. Γιώργος Καραμπελιάς, Η Αριστερά και το Ανατολικό Ζήτημα. Εναλλακτικές Εκδόσεις. Αθήνα 1998.

[2] Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, Η μεταμοντέρνα κατάσταση. Γνώση. Αθήνα β’ εκδ. 1993.

[3] Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Η έκλειψη του Υποκειμένου. Δόμος. Αθήνα 1997.

[4] Οι δικές μας νεωτερικές αυτονοηματοδοτήσεις ήταν μονοδιάστατες. Η «μετακενωτική» έβλεπε μόνο τη μετοχή στη νεωτερικότητα, μεταβάλλοντάς τη σε άρριζη, μη δημιουργική μίμηση. Η «ελληνοχριστιανική» έβλεπε μόνο τη διαχρονική συνέχεια, μεταβάλλοντάς την σε αμυντικό κέλυφος. Και οι δύο απέκλειαν η μια τους οπαδούς της άλλης, μετατρέποντας την εθνική ταυτότητα σε κλίνη του Προκρούστη. Επισημαίνουμε εδώ την οργανικότητα της εμφυλιοπολεμικής ανωμαλίας στον σχηματισμό της νεωτερικής ελληνικής ταυτότητας.

[5] Kenneth J. Gergen, Ο κορεσμένος εαυτός. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα 1997. Όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

[6] Εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί η εβραϊκή θρησκεία, λόγω της αποκλειστικής σχέσης του Γιαχβέ με το εβραϊκό έθνος.


[7] Η σημασία της λέξης «μετοχή» αρχίζει από τη δημιουργική συμβολή και φτάνει ως την παθητική ατελέσφορη μίμηση. Η τελευταία δεν νοηματοδοτεί πραγματική εθνική ταυτότητα και είναι αδύνατο να αντισταθεί σήμερα στη διαβρωτική δράση του εθνομηδενισμού.


[8] Ο κανόνας περιλαμβάνει ακόμα και τους Εβραίους. Ο Σιωνισμός είναι ο νεωτερικός άξονας του σημερινού εβραϊκού έθνους, πράγμα που το ξέρουν πολύ καλά οι πολέμιοί του Εβραίοι φονταμενταλιστές. Δηλώνει πάντως τρομακτική σύγχυση η κρατούσα εν Ελλάδι αντιπαράθεση / ταύτιση έθνους και θρησκείας, ή έθνους και Διαφωτισμού. Οι κρατούσες πολώσεις είναι χαρακτηριστικές: α) Ο Ελληνισμός και ο χριστιανισμός είναι εχθροί. Αν είσαι Έλληνας δεν μπορείς να είσαι χριστιανός. Και αντιστρόφως. β) Ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία ταυτίζονται. Όποιος δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος δεν μπορεί να είναι Έλληνας. γ) Ο Ελληνισμός και η νεωτερικότητα είναι εχθροί. Αλληλοαποκλείονται. Η γνωσιοθεωρητική ρίζα των πολώσεων αυτών βρίσκεται στην αδυναμία να διακρίνουμε το έθνος από τον οικουμενικό-ανθρωπολογικό του άξονα, την ιστορική από την παραδειγματική κοινότητα. Οι συγκρίσεις-ταυτίσεις-αντιπαραθέσεις είναι νόμιμες μόνο για ομόλογα-συγκρίσιμα πράγματα. Είναι λογικό να συγκρίνουμε π.χ. τους τρεις διαφορετικούς ανθρωπολογικούς άξονες, γύρω από τους οποίους περιστράφηκε ο Ελληνισμός: τον πολυθεϊκό, τον χριστιανικό και τον νεωτερικό. Καθώς μάλιστα πάμε για μια τρίτη αλλαγή παραδειγματικού άξονα (μετανεωτερική ανασυγκρότηση της εθνικής ταυτότητας) η εν λόγω σύγκριση-αντιπαράθεση είναι και απολύτως αναγκαία.

[9] Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Προθεωρία, στη συλλογή Η ιδιοπροσωπία του Νέου Ελληνισμού. ’Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν. Αθήνα. 1983.

[10] Χαρακτηριστική είναι η άποψή του για τις βυζαντινές «αναγεννήσεις», στις οποίες βλέπει διαδικασίες παραπλήσιες με εκείνες που τελεσφόρησαν στη Δύση. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το ερώτημα, που και σήμερα θέτουν μερικοί: «γιατί μπήκε μπροστά η Δύση κι εμείς μείναμε πίσω;». Όπως και η απάντηση που δίνει: Λόγω πρωτογονισμού, οι βάρβαροι φραγκοτεύτονες αποδείχτηκαν πιο εύπλαστοι στα χέρια του χριστιανισμού, από μας τους Έλληνες. Μπόρεσαν να αγαπήσουν τη γυναίκα, να μισήσουν τη φεουδαρχική αυθεντία και να γίνουν λαός, ενώ εμείς μείναμε προσκολλημένοι στην αρχαία παράδοση της ανδροκρατίας και με τα μυαλά στο γύψο του αντιλαϊκού γλωσσικού αττικισμού. (Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Λόγιοι και γλώσσαι της ΙΔ’ εκατονταετηρίδος. Ίνδικτος. Αθήνα 1998.)

[11] Οι πατέρες ημών, παρατηρεί ο Ζαμπέλιος, ήταν ασυναγώνιστοι στη θεωρία, αλλά στην εφαρμογή δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά.

[12] Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ση Μυσταγωγία του και πολλοί άλλοι βυζαντινοί άγιοι, καθορίζουν τρία επίπεδα πολιτισμικής εξέλιξης, ανάλογα με τη σχέση προς τον τριαδικό υπογραμμό: α) «δούλοι του Θεού» (αυτοί που κάνουν το καλό από φόβο), β) «εργάτες του Θεού» (αυτοί που κάνουν το καλό για να εισπράξουν μισθό), γ) «φίλοι -ή παιδιά- του Θεού» (αυτοί που κάνουν το καλό από αγάπη). Αντιστοιχούν σε τρεις τύπους ανθρώπου, που μπορούν να συνυπάρχουν σε κάθε πολιτισμό. Ανάλογα με τον τύπο, ο οποίος δίνει τον κοινωνικό υπογραμμό, έχουμε και την ανθρωπολογική ταξινόμηση των πολιτισμών, σε κολεκτιβιστικούς, ατομοκεντρικούς, ή προσωποκεντρικούς.

[13] Βλ. άρθρο μου στο προηγούμενο τεύχος για τη σχέση ελληνικής και τουρκικής ταυτότητας.

[14] Ρενέ Ζιράρ, κεκρυμμένα από καταβολής. Κουρής. Αθήνα 1994.

Θ. Ι. Ζιάκας


Προέλευση: Άρδην τεύχος 17
Διεύθυνση: http://www.ardin.gr/page/issue.php?id=ARDIN_I_15-S_2-A_5

Ετικέτες

18 Ιανουαρίου 2009

Για το καθεστώς του Αιγαίου

Το διεθνές δίκαιο, οι συνθήκες, οι παραβιάσεις και οι παραβάσεις της Τουρκίας
Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΤΑΛΗ | Αθήνα - Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009
ΤΟΒΗΜΑ ONLINE

ΞΕΠΕΡΑΣΑΝ τα όρια της προκλητικότητας οι Τούρκοι στο Αιγαίο με αποκορύφωμα το τελευταίο επεισόδιο με τη φρεγάτα η οποία έφθασε στα ανοιχτά του Σουνίου. Η ενέργεια αυτή αποτελεί σαφή απόδειξη ότι κουμάντο στα θέματα αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής συνεχίζουν να κάνουν οι στρατιωτικοί, σε μια στιγμή όπου στελέχη του στρατιωτικού κατεστημένου της Αγκυρας αντιμετωπίζουν κατηγορίες για προετοιμασία πραξικοπήματος ενώ συνελήφθησαν πολλοί εν ενεργεία και εν αποστρατεία ανώτατοι αξιωματικοί. Η πρόκληση του Σουνίου δεν είναι όμως άμοιρη και των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, καθώς η Αγκυρα επιλέγει να δημιουργήσει προβλήματα και να οδηγήσει τα πράγματα σε όξυνση κάθε φορά που διαπιστώνει ότι
υπάρχει πολιτική κρίση στη χώρα μας. Ευτυχώς τη φορά αυτή η Αθήνα αντιμετώπισε με ψυχραιμία την κατάσταση χωρίς να πέσει στην παγίδα της έντασης.
Οι τουρκικές αμφισβητήσεις στο Αιγαίο ξεκίνησαν σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα βρισκόταν και πάλι σε αδυναμία τον τελευταίο χρόνο της δικτατορίας, δηλαδή το 1974, με αποκορύφωμα την εισβολή στην Κύπρο. Στόχος των αμφισβητήσεων αυτών είναι ο διαμοιρασμός του Αιγαίου στη θάλασσα και στον αέρα με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να βρεθούν εγκλωβισμένα στην τουρκική ζώνη τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου. Οπως αποδεικνύουν οι συνεχιζόμενες παραβιάσεις και παραβάσεις οι τουρκικοί στόχοι παραμένουν, 35 χρόνια αργότερα αναλλοίωτοι, ενώ δεν έχουν αποδώσει καρπούς οι κατά καιρούς διμερείς συνομιλίες. Το σοβαρότερο όμως είναι ότι οι ελπίδες που είχαν
επενδυθεί για εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας διαψεύδονται, υποχρεώνοντας τώρα την Αθήνα να προχωρήσει σε αναθεώρηση της πολιτικής της. Το πρόβλημα είναι ότι η τουρκική κυβέρνηση διαπιστώνοντας ότι στην Ευρώπη υπάρχουν ισχυρές αντιδράσεις για την ένταξη της χώρας τους στην ΕΕ, γεγονός που δεν διασφαλίζει τη θετική κατάληξη των εν εξελίξει διαπραγματεύσεων, επιστρέφει στη λογική της περιφερειακής υπερδύναμης. Μέσα στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η σκλήρυνση απέναντι στην Ελλάδα.
Για την καλύτερη κατανόηση των προβλημάτων που υπάρχουν στο Αιγαίο «Το Βήμα της Κυριακής» δίνει σήμερα 13 απαντήσεις σε 13 ερωτήσεις. Ολα τα στοιχεία που δημοσιεύονται αντλήθηκαν από τα σημειώματα της Νομικής Υπηρεσίας του υπουργείου Εξωτερικών.

1. Πώς προέκυψε το ζήτημα των «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο;

Η καινοφανής θεωρία περί «γκρίζων ζωνών» εμφανίστηκε από τους Τούρκους στα μέσα της δεκαετίας του ΄90 και συνίσταται στην αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε μια σειρά νήσων, νησίδων και βραχονησίδων στο Ανατολικό Αιγαίο. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η ελληνική κυριαρχία εκτείνεται μόνο σε εκείνα τα νησιά τα οποία αναφέρονται ονομαστικά στα κείμενα των συνθηκών με τις οποίες αυτά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.

2. Ποια είναι αυτά τα κείμενα;

Πρόκειται για τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 και για τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947. Η Λωζάννη προέβλεπε την ελληνική κυριαρχία σε όλα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (και ειδικότερα στη Λήμνο, στη Σαμοθράκη, στη Μυτιλήνη, στη Χίο, στη Σάμο και στην Ικαρία), με εξαίρεση την Ιμβρο, την Τένεδο και τις Λαγούσες, που παρέμεναν υπό τουρκική κυριαρχία, και τα Δωδεκάνησα, τα οποία βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή. Η Τουρκία μάλιστα είχε τότε παραιτηθεί κάθε δικαιώματος και τίτλου για τα Δωδεκάνησα υπέρ της Ιταλίας (τα οποία αναφέρονταν και ονομαστικώς), «καθώς και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων». Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947 η Ιταλία παραχώρησε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα, «ως και τας παρακείμενας νησίδας». Αρα το καθεστώς της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή αυτή τόσο ως προς τα νησιά όσο και ως προς τις νησίδες είναι σαφές.

3. Τι συμβαίνει με τα θαλάσσια σύνορα στην περιοχή του Ανατολικού Αιγαίου;

Τον Ιανουάριο του 1932 υπεγράφη μια ιταλοτουρκική συμφωνία με την οποία οριοθετήθηκαν τα χωρικά ύδατα των δύο χωρών μεταξύ της Μικρασιατικής Ακτής και του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι τα περίφημα Ιμια, τα οποία περιήλθαν τότε στην Ιταλία, αναφέρονται ονομαστικά σε συμπληρωματικό πρωτόκολλο της συμφωνίας αυτής. Οπως προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο, όταν τα Δωδεκάνησα περιήλθαν στην Ελλάδα, συνέχισε να ισχύει ολόκληρο το νομικό καθεστώς που ίσχυε προηγουμένως μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας. Αρα, και η θαλάσσια οριοθέτηση είναι σαφής και τα Ιμια φυσικά (όπως και το Αγαθονήσι και το Φαρμακονήσι και όλες οι υπόλοιπες νησίδες) ανήκουν στην Ελλάδα, όπως ανήκαν προηγουμένως στην Ιταλία.

4. Η οριοθέτηση αυτή αφορά μόνο τα Δωδεκάνησα. Τι καθεστώς ισχύει βορείως της Δωδεκανήσου;

Εδώ ισχύει το καθεστώς που όρισε η Συνθήκη της Λωζάννης του 1923. Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή, όλα τα νησιά που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη από τα τρία μίλια της μικρασιατικής ακτής ανήκουν στην Τουρκία. Τα θαλάσσια σύνορα ορίζονται από τη μέση γραμμή μεταξύ των τουρκικών και των ελληνικών ακτών. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν έχει υπάρξει οριοθέτηση των θαλασσίων αυτών συνόρων, όπως είχε συμβεί με την ιταλοτουρκική συμφωνία για τα Δωδεκάνησα του 1932. Ετσι το νομικό αυτό κενό δίνει περαιτέρω τροφή στην Αγκυρα για τη στήριξη της απαράδεκτης θεωρίας της για τις «γκρίζες ζώνες».

5. Πέρα από τις «γκρίζες ζώνες», η Τουρκία αμφισβητεί και το δικαίωμα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων και την έκταση του ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου. Γιατί;

Τα ελληνικά χωρικά ύδατα εκτείνονται στα 6 μίλια από τη φυσική ακτογραμμή και της ηπειρωτικής χώρας και των νησιών με βάση νόμο του 1936. Μόνο αν η απόσταση από τις ακτές άλλου κράτους (δηλαδή, της Τουρκίας) είναι μικρότερη των 6 μιλίων ισχύει ο κανόνας της μέσης γραμμής. Σύμφωνα με το νέο δίκαιο της θάλασσας, η Ελλάδα έχει το δικαίωμα της επέκτασης των χωρικών της υδάτων ως τα 12 μίλια. Και θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Τουρκία, η οποία δεν έχει υπογράψει το νέο δίκαιο της θάλασσας, έχει ήδη επεκτείνει στα 12 μίλια τα δικά της χωρικά ύδατα στον Εύξεινο Πόντο και στη Μεσόγειο. Το 1995 η τουρκική Εθνοσυνέλευση εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο θεωρεί «casus belli» την ενδεχόμενη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, παραβιάζοντας τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που απαγορεύει στα κράτη-μέλη την απειλή ή τη χρήση βίας στις διεθνείς σχέσεις. Η Τουρκία φοβάται ότι με την επέκταση στα 12 μίλια το Αιγαίο θα καταστεί ελληνική λίμνη χωρίς διεθνή ύδατα για την ελεύθερη ναυσιπλοΐα.

6. Και ο εθνικός εναέριος χώρος;

Με προεδρικό διάταγμα του 1931 η Ελλάδα έχει καθορίσει το εύρος του εθνικού εναερίου χώρου της στα 10 μίλια. Ως το 1974, οπότε άρχισαν να τίθενται οι τουρκικές μονομερείς διεκδικήσεις στο Αιγαίο με αφορμή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η Αγκυρα δεν είχε ποτέ διαμαρτυρηθεί για την έκταση των 10 μιλίων. Εκτοτε προβάλλει συνεχώς τις διεκδικήσεις της με τις παραβιάσεις όχι μόνο του ορίου μεταξύ των 10 και των 6 μιλίων αλλά και πέραν του ορίου των 6 μιλίων. Η Αγκυρα στηρίζει την αμφισβήτησή της στο γεγονός ότι το διεθνές δίκαιο προβλέπει πως το εύρος του εναερίου χώρου πρέπει να ταυτίζεται με το εύρος των χωρικών υδάτων. Αυτό σημαίνει ότι, αν ήθελε η Ελλάδα, αντί να μειώσει τον εθνικό εναέριο χώρο της στα 6 μίλια, θα μπορούσε να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 10 μίλια ή να βρεθεί μια μέση λύση γύρω στα 8 μίλια και για τις δύο περιπτώσεις. Το ζήτημα αυτό συζητείται στις διερευνητικές συνομιλίες μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίες έχουν ξεπεράσει τις σαράντα, χωρίς να έχει βρεθεί καμία λύση.

7. Πού βρίσκεται σήμερα το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας;

Πουθενά, καθώς δεν έχει σημειωθεί καμία πρόοδος στο θέμα αυτό, το οποίο ταλανίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από το 1974 και έχει φέρει τις δύο χώρες στο χείλος του πολέμου. Η Ελλάδα θεωρεί την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας τη μόνη νομική διαφορά μεταξύ των δύο χωρών και προτείνει την παραπομπή του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία, γνωρίζοντας ότι το διεθνές δίκαιο δεν την ευνοεί, επειδή προβλέπει ότι και τα νησιά έχουν δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα, αρνείται τη διαδικασία αυτή προβάλλοντας μια σειρά άλλα προβλήματα, όπως η οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων, η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και η ρύθμιση του εναερίου χώρου. Αυτό όμως που ουσιαστικά επιδιώκει είναι η υφαλοκρηπίδα να οριοθετηθεί στο μέσον του Αιγαίου (στο μέσον, δηλαδή, μεταξύ των μικρασιατικών ακτών και των ακτών της ηπειρωτικής Ελλάδας)

εγκλωβίζοντας έτσι τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.

8. Γιατί η Τουρκία ζητεί την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου;

Το στρατιωτικό καθεστώς των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου δεν είναι ενιαίο. Για τα νησιά Λήμνος και Σαμοθράκη ίσχυε η Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923, η οποία αντικαταστάθηκε από τη Σύμβαση του Μοντρέ του 1936, που κατήργησε το καθεστώς της αποστρατιωτικοποίησης του 1923. (Εδώ εντάσσεται και η περίπτωση του Αϊ-Στράτη, για την οποία συνεχίζει να διαμαρτύρεται η Τουρκία.) Για τα νησιά Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος και Ικαρία ισχύει η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης του 1923, όπου πουθενά δεν προβλέπεται ότι αυτά θα τελούν υπό καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης. Η ελληνική κυβέρνηση αναλαμβάνει μόνο την υποχρέωση να μην εγκαταστήσει εκεί ναυτικές βάσεις ή οχυρωματικά έργα. Για τα Δωδεκάνησα ισχύει η Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων του 1947 μεταξύ Ιταλίας και Συμμάχων (άρα η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος), η οποία προβλέπει την αποστρατιωτικοποίησή τους. Στα Δωδεκάνησα έχουν εγκατασταθεί ορισμένες δυνάμεις εθνοφυλακής οι οποίες έχουν δηλωθεί σύμφωνα με τη Συμφωνία για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη (CFΕ). Πέρα όμως από αυτό, η Ελλάδα δεν έχει παραιτηθεί του δικαιώματος για άμυνα, όταν μάλιστα συνεχίζονται οι απειλές κατά των νησιών της. Το δικαίωμα αυτό είναι που αμφισβητεί η Τουρκία.

9. Τι συμβαίνει στο FΙR;

Περιπολία στο Αιγαίο από σκάφος της ελληνικής Ακτοφυλακής
Το FΙR (Flight Ιnformation Region) είναι η περιοχή πληροφοριών πτήσεων που καλύπτει ολόκληρο τον ελληνικό εναέριο χώρο (διεθνή και εθνικό) και όπου τον επιχειρησιακό έλεγχο για την ασφαλή διεξαγωγή των πτήσεων πολιτικών και στρατιωτικών αεροσκαφών που διέρχονται από την περιοχή αυτή ασκεί η Ελλάδα με βάση τους κανονισμούς του Διεθνούς Οργανισμού Αεροπλοΐας (ΙCΑΟ). Η Τουρκία, η οποία ως το 1975 υπέβαλλε κανονικά σχέδια πτήσης για όλα τα αεροσκάφη της, τώρα υποβάλλει σχέδια, πέραν φυσικά των πτήσεων των πολιτικών αεροσκαφών, μόνο για τα κρατικά αεροσκάφη που διασχίζουν την ελληνική επικράτεια και ποτέ για τις πτήσεις των στρατιωτικών αεροσκαφών της. 10. Σε τι διαφέρουν οι παραβιάσεις από τις παραβάσεις;

Παραβιάσεις γίνονται όταν τα τουρκικά στρατιωτικά αεροσκάφη εισέρχονται μέσα από το όριο των 10 μιλίων του εθνικού εναερίου χώρου. Οι παραβάσεις αφορούν την είσοδο στο ελληνικό FΙR χωρίς σχέδια πτήσεως. Και στις δύο περιπτώσεις τα τουρκικά μαχητικά αναχαιτίζονται από τα αεροσκάφη της Ελληνικής Αεροπορίας, η οποία βρίσκεται σε επαγρύπνηση ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, γεγονός που απαιτεί τεράστιες αμυντικές δαπάνες.

11. Υπάρχει όμως διαμάχη και γύρω από το ζήτημα της έρευνας και της διάσωσης. Ποια είναι η διαφορά;

Η έρευνα και η διάσωση σε περίπτωση αεροπορικού ατυχήματος διέπονται από τους κανονισμούς του ΙCΑΟ. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τους κανονισμούς αυτούς που ισχύουν από το 1952 και έχουν επικυρωθεί μεταγενέστερα και από τον Διεθνή Οργανισμό Ναυτιλίας (ΙΜΟ), έχει την ευθύνη για την παροχή υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης σε ολόκληρη τη θαλάσσια περιοχή που συμπίπτει με το FΙR Αθηνών. Αυτό αμφισβητείται από την Τουρκία, η οποία έχει καταθέσει δική της δήλωση στον ΙΜΟ ότι η περιοχή ευθύνης της εκτείνεται περίπου ως το μέσον του Αιγαίου και καλεί την Ελλάδα σε διμερείς διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση των περιοχών ευθύνης. Με τον τρόπο αυτόν η Τουρκία εγκλωβίζει στη δική της περιοχή μεγάλο τμήμα της ελληνικής νησιωτικής επικράτειας, όπως ακριβώς θέλει να κάνει και με την υφαλοκρηπίδα. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει τις δύο χώρες σε επικίνδυνα αεροναυτικά επεισόδια. 12. Εχει δικαίωμα η Τουρκία να πραγματοποιεί αεροναυτικές ασκήσεις στο Αιγαίο;

Βεβαίως και έχει το δικαίωμα αυτό, αρκεί να υποβάλει εγκαίρως το αίτημα για τη δέσμευση των περιοχών των ασκήσεων που περιλαμβάνουν τα διεθνή ύδατα και τον διεθνή εναέριο χώρο. Οι ασκήσεις αυτές πραγματοποιούνται αρκετά συχνά και δίνουν πάντα την ευκαιρία στην Τουρκία να προβάλλει τις μονομερείς διεκδικήσεις της με τις γνωστές παραβιάσεις και παραβάσεις, όπως συνέβη με την τελευταία ναυτική άσκηση στο Αιγαίο, όπου μια τουρκική φρεγάτα παραβιάζοντας τα χωρικά μας ύδατα έφθασε με προκλητικό τρόπο ως έξω από το Σούνιο. 13. Τι ακριβώς συνέβη με την τουρκική φρεγάτα;

Η φρεγάτα αυτή μετείχε σε τουρκική ναυτική άσκηση στο Κεντρικό Αιγαίο και αιφνιδίως μετέβαλε πορεία και άρχισε να κινείται νοτιοδυτικά φθάνοντας μέσω του Κάβο Ντόρο στα ανοιχτά του Σουνίου. Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η αβλαβής διέλευση μέσα από τα χωρικά ύδατα μιας χώρας ενός ξένου πολεμικού πλοίου δεν απαγορεύεται, αρκεί το πλοίο αυτό να κινείται με ορισμένη σταθερή ταχύτητα σε ευθεία γραμμή και με απενεργοποιημένο τον οπλισμό του. Το τουρκικό όμως σκάφος αιφνιδίως πραγματοποίησε έξω από το Σούνιο και μέσα στα ελληνικά χωρικά ύδατα ελιγμό επιστρέφοντας προς τα πίσω, στην αντίθετη κατεύθυνση δηλαδή, για να πλεύσει και πάλι στην περιοχή των τουρκικών ασκήσεων στο Κεντρικό Αιγαίο. Παραβίασε, δηλαδή, τους κανόνες της αβλαβούς διέλευσης με μια εμφανή προκλητική ενέργεια.


http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artId=251046

©2008 Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε. powered by NETVOLUTION

Ετικέτες

12 Ιανουαρίου 2009

Οι χαμένες πολιτισμικές ταυτότητες της Ανατολής (Μέρος B’)

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΑΤΖΑ


Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου οι περισσότερες μειονότητες της Ανατολής βρέθηκαν αντιμέτωπες μεταξύ αφανισμού και ύπαρξης. Αυτός ο πόλεμος ουσιαστικά ήταν μια αναμέτρηση δυνάμεων και σύγκρουσης συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων για το μοίρασμα της περιοχής και των πρώτων υλών ενέργειας. Στο βωμό αυτό επλήγησαν πολιτισμικές κοινότητες με ανεπανόρθωτες ζημιές και χάθηκαν ζωές πολλών ανθρώπων. Το πλήγμα που υπέστησαν οι ιστορικές κοινότητες ήταν ακριβώς στη βασική τους οργανωτική διάρθρωση. Αυτό μπορούμε να το παρομοιάσουμε με το ξερίζωμα των ελαιόδεντρων που συναντάμε στους «Πελοποννησιακούς πολέμους», με τη μόνη διαφορά ότι εδώ έχουμε το ξερίζωμα των ανθρώπων. Δηλαδή, οι Γεζιντοί και οι Ασσυρο-χαλδαίοι δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν καμία βιώσιμη πολιτική εξουσία στην περιοχή όπου κατοικούσαν. Και αν αυτό συνέβη, λειτούργησε σε πολύ βραχεία περίοδο.

Οι Γεζιντοί είναι κουρδικό φύλο, οι οποίοι πιστεύουν σε διαφορετική θρησκεία από τους άλλους και δεν είναι μουσουλμάνοι. Προσεύχονται στον ήλιο και στο φως. Έχουν δικά τους μνημεία που ονομάζονται «Deyr». Το μεγαλύτερο μνημείο που προσεύχονται οι πιστοί τους βρίσκεται κοντά στη Μοσούλη. Σε αυτό το μνημείο είναι ενταφιασμένος ο Σεΐχης Αντί που έγραψε το ευαγγέλιό τους, Μαύρο Βιβλίο (Mushafe Res), το οποίο υπολογίζεται ότι γράφτηκε τον 12ο αιώνα. Το 1414 οι μουσουλμάνοι κατέστρεψαν το μνημείο και αργότερα οι πιστοί του Σεΐχη Αντί το ξανάφτιαξαν [1] . Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας υπέστησαν μεγάλους διωγμούς από τους αλλόθρησκους λόγω της θρησκευτικής και πολιτισμικής τους διαφορετικότητας. Έγινε συνήθεια πλέον αυτή η συμπεριφορά της Υψηλής Πύλης προς τους αδύναμους και διαφορετικούς υπηκόους της, να τους υποδουλώνει και να τους φορολογεί. Οι κουρδικές φυλές πολεμούσαν κατά περιόδους με τις φυλές των Γεζιντοί και όταν νικούσαν τους σκότωναν ή τους υποδούλωναν [2] .

Όμως την περίοδο των Κριμαϊκών πολέμων υπήρξε ανάμεσα στις καταπιεζόμενες κοινότητες πνεύμα συνεργασίας, που μας το επιβεβαιώνουν διάφοροι ιστορικοί.

Αυτό επιβεβαιώνει ότι οι Γεζιντοί, Ασσύριοι και Αρμένιοι υποστήριξαν την κουρδική εξέγερση του Γεζντανσίρ που ήταν ενάντια στην Υψηλή Πύλη [3] και κατόπιν, προσπάθησαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον ρωσικό στρατό, αλλά αυτό δεν είχε γίνει εφικτό.

Από ότι γνωρίζουμε για τις γειτνιάζοντες κοινότητες των Συροχαλδαίων ή Χαλδαίων, παρέμειναν από τον 5ο μ.Χ. αιώνα Νεστοριανοί, υποστηρίζοντας ότι ο Χριστός έχει δύο φύσεις. Αυτοί ονομάζονταν από τους άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς ως Νεστοριανοί, αλλά και μερικοί από αυτούς αποκαλούσαν τον εαυτό τους Χαλδαίους αιρετικούς, μη θεωρώντας τον Νέστωρα ως ιδρυτή της εκκλησίας τους. Οι δε Ιακωβίτες ανήκουν στην αίρεση τη Μονοφυσιτική, είναι Αραμαίοι στην εθνική προέλευση και αποσχίσθηκαν από τους Χαλδαίους. Αυτοί κατοικούσαν στην περιοχή Ελβίσταν, Ζειτούν, Αντιοχεία (Αλεξανδρέττας) και Άντεπ [4] .

Κατά την περίοδο του σουλτάνου Αμπτούλ-Χαμίτ ΙΙ έγινε ωμός εκβιασμός στους Γεζιντοί για να εξισλαμιστούν. Μερικές φορές έφταναν στο σημείο όχι μόνον να τους βασανίσουν αλλά και να τους αποκεφαλίσουν οι Τούρκοι στρατιώτες. Τα περισσότερα γεγονότα τα καταγράφουν Άγγλοι και Αμερικανοί ιεραπόστολοι που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τους βοηθήσουν φτάνοντας εκεί κοντά στα βουνά που ζούσαν οι Γεζιντοί και οι Ασσύριοι. Σε αυτή την προσπάθεια οι ιεραπόστολοι πολλές φορές διακινδύνευαν ακόμη και τη ζωή τους. Ο τρόπος ζωής των Γεζιντοί και των Ασσυρίων ήταν ως επί το πλείστον νομαδικός και είχε πολλές ομοιότητες με τον κουρδικό τρόπο ζωής, με τη μόνη διαφορά ότι ήταν αλλόθρησκοι.

Η μεγαλύτερη εκκαθάριση και εκδίωξη έγινε από τους Κούρδους και από τον Οθωμανικό στρατό το 1915 κατά των Ασσυρίων-Νεστοριανών. Μήνες περίμεναν κρυμμένοι στα βουνά του Ιράν μήπως τους υποστηρίξει ο ρωσικός στρατός. Αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ, όσοι κατάφεραν να διαφύγουν σώθηκαν από τις σφαγές των Οθωμανών [5] .

Πολλοί Γεζιντοί κατάφεραν και επιβίωσαν στην περιοχή του Καυκάσου, όλη την περίοδο του 20ού αιώνα, στις δύο Δημοκρατίες της Γεωργίας και της Αρμενίας. Υπάρχουν και μερικοί Ασσύριοι και Γεζιντοί στην περιοχή του σημερινού Βόρειου Ιράκ.

Μια άλλη κοινότητα που ζούσε στην Κων/πολη και την Σμύρνη ήταν οι
Φράγκο-Λεβαντίνοι.

Ο Σκαλιέρης Γεώργιος τους ονομάζει ως Λατίνους Ραγιάδες που ανήκουν σε ένα ανώνυμο, ποικίλης προελεύσεως, συγκρότημα, προερχόμενοι από τους Γενοβέζους, Βενετούς, Ισπανούς, λεγόμενοι Ελληνο-καθολικοί που μιλούσαν την ελληνική. Εκκλησιαστικά υπάγονται στην πόλη της Σμύρνης και την επαρχία Εφέσου [6] .Οι Φραγκο-Λεβαντίνοι έμεναν στις πολυτελέστατες συνοικίες της Πόλης κοντά σε διπλωμάτες, και όπου έμεναν εκεί έδιναν ένα κοσμοπολίτικο χρώμα. Στα τέλη του 19ου αιώνα στη συνοικία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κοντά στους Ρωμιούς, Αρμενίους και Εβραίους, συναντάμε γύρω στις δεκατέσσερις χιλιάδες αλλοδαπούς από τους οποίους οι έξι χιλιάδες έχουν ελληνική υπηκοότητα, και οι υπόλοιποι είναι Άγγλοι, Μαλτέζοι, Γάλλοι, Αυστριακοί, Βέλγοι, Ιταλοί κ.λπ. Πολλοί από αυτούς για να επιβιώσουν επέλεξαν να «κολλήσουν» κοντά σε κάποια χριστιανική κοινότητα [7] της Πόλης. Και οι περισσότεροι από αυτούς γίνονταν μέλη της Ρωμαίικης κοινότητας. Μιλούσαν όλες τις γλώσσες αλλά και την ελληνική. Επαγγελματικά οι περισσότεροί τους ήταν επιχειρηματίες, ατζέντηδες και τραπεζικοί. Ζούσαν μεταπρατικά. Κυρίως στην περίοδο της ανακωχής οι Φραγκο-Λεβαντίνοι διαμόρφωσαν μια νέα κοινωνική δυτικότροπη (αλαφράγκα) κάστα στην Πόλη και την Σμύρνη. Αυτό το διαπίστωσαν και οι Τούρκοι και ορισμένοι από τους τουρκοεβραίους (ντονμέδες) προσπάθησαν να τους μιμηθούν. Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι αλαφράγκα μουσουλμανοφανείς [8] . Στο ζήτημα αυτό υπήρξαν αντιδράσεις από τον μουσουλμανικό κόσμο και ιδιαίτερα στον τρόπο του ντυσίματος των μουσουλμάνων γυναικών. Ουσιαστικά η Φραγκο-Λεβαντίνικη κοινότητα ήταν κοσμοπολίτικη και δεν είχε εθνική συνείδηση. Με τη μόνη διαφορά ότι αυτοί οι άνθρωποι απέφευγαν τους Τούρκους και είχαν θέσει κάποια άτυπη διαχωριστική γραμμή, δηλαδή προτιμούσαν να είναι κοντά στους Ρωμιούς και τους Αρμενίους παρά τους Τούρκους.

Οι Ρωμιοί-καθολικοί της Πόλης, είχαν το σχολείο την «Οδηγήτρια» που λειτούργησε μέχρι το 1972 και έπειτα μεταφέρθηκαν τα δικαιώματα μαζί και της εκκλησίας στους Συροχαλδαίους, οι οποίοι θα ήταν και οι νέοι εκπρόσωποι της ενορίας και του σχολείου [9] . Το σχολείο πλέον και η εκκλησία που βρίσκεται στη συνοικία του Πέρα θα ανήκει στο εξής στο Πατριαρχείο των Χαλδαίων στο Ντιαρμπεκίρ. Από τους Ρωμιο-Καθολικούς κυκλοφορούσε η εφημερίδα Χριστιανική Εστία την περίοδο του 1931–35 σε δύο γλώσσες: στην γαλλική και την ελληνική. Στη συνέχεια το 1956 κυκλοφορεί η εφημερίδα των Ρωμιο-καθολικών Κοινωνική Εστία και πάλι δίγλωσση, στην ελληνική και τη γαλλική [10] .

Το ίδιο συνέβη και με τις άλλες μειονότητες της Πόλης. Συρρικνώθηκαν τελείως όπως οι Βούλγαροι, οι Λευκορώσοι, οι Σέρβοι, οι βόρειο-Ηπειρώτες, οι Αντιοχείτες και λοιποί, οι οποίοι ήταν όλα τα χρόνια κοντά στη Ρωμαϊική κοινότητα μιλούσαν ελληνικά και σπούδαζαν σε ελληνικά σχολεία.

Η κατάσταση και η διαμονή των αραβόφωνων χριστιανών της Αλεξανδρέττας (περιοχής Χατάυ) δυσκόλεψε πολύ έπειτα από την παραχώρηση του συγκεκριμένου σαντζακίου από τους Γάλλους προς την Τουρκία το 1939. Οι περισσότεροι από τους χριστιανούς της Αλεξανδρέττας μετοικούν προς την Ευρώπη και κυρίως στην Γερμανία. Μια άλλη μερίδα από αυτούς μετοικούν στην Πόλη στέλνοντας τα παιδιά τους στα ρωμαίικα μειονοτικά σχολεία για να μάθουν ελληνικά και να βρουν καλύτερη τύχη και στρέφονται προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η ένταξη των ορθόδοξων Αράβων Αντιοχειτών στη ρωμαίικη κοινότητα της Πόλης ξεκινά από τη δεκαετία του '70 και έπειτα συνεχίζεται. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι αγροτικής προέλευσης όπως και οι ΄Ιμβριοι και οι Τεννεδιοί, αντιμετώπιζαν στη δεκαετία του ’60 παρόμοιο πρόβλημα προσαρμογής στο μεγάλο αστικό κέντρο της Κων/πολης.

Να σημειώσουμε ότι η νομική θέση των Ρωμιών ορθοδόξων στην Κων/πολη, την Ίμβρο και την Τένεδο είναι ισχυρότερη εκείνης των άλλων μειονοτήτων στην Τουρκία. Η Ελλάδα ως συμβαλλόμενο μέρος, είναι εγγυήτρια των διατάξεων που αφορούν την προστασία του ελληνισμού της Τουρκίας.

Η Συνθήκη της Λοζάνης περιλαμβάνει ειδική διάταξη τοπικής εφαρμογής, το άρθρο 14, που καθιερώνει ειδικό νομικό καθεστώς τοπικής αυτοδιοίκησης, στο οποίο αποφασίστηκε να υπαχθούν τα δύο νησιά Ίμβρος και Τένεδος. Το άρθρο 14 από την πλευρά της Τουρκίας παραβιάστηκε κατάφωρα. Τη δεκαετία του 1960 απαγόρευσε τα ελληνικά σχολεία και με το κλείσιμο των σχολείων εξανάγκασαν τους Έλληνες κατοίκους των νησιών να μετοικήσουν στην Πόλη για να διδαχτούν την ελληνική γλώσσα. Αυτό ήταν το τελευταίο πλήγμα που υπέστησαν οι κάτοικοι των δύο νησιών του Αιγαίου.

Όλο αυτό το πλούσιο μωσαϊκό πολιτισμικών κοινοτήτων της Ανατολής έφτασε πληθυσμιακά στην ολοκληρωτική συρρίκνωσή του, λόγω της κεμαλικής ρατσιστικής πολιτικής, που ασκήθηκε πότε από το ένα κόμμα (Ρεπουμπλικάνικο Λαϊκό)και πότε από το άλλο (Δημοκρατικό Κόμμα), που αυτό σημαίνει εφαρμογή ίδιας πολιτικής απέναντι στις μειονότητες.
________________________________________
Υποσημειώσεις

[1] Minorski V.V, Kurtler, Komal 1977, Bayrak Mehmet, Kurdoloji Belgeleri, Ozge yayinlari 1994.
[2] Nikitin Bazil, Kurtler, Ozgurluk yayinlari, 1976.

[3] Celil Celile, Osmanli Imparatorlugu nda Kurtler, Ozge yayin, 1992.

[4] Σκαλιέρη Γεωργίου, Λαοί και Φυλαί της Μικράς Ασίας, Β’ έκδοση, εκδ. Ρήσος, 1990.

[5] Yohannan Abraham, Mezopotamya nin kayip halki Nasturiler.

[6] Σκαλιέρης Γεώργιος, ibid,
[7] Yerasimos Stefanos, Azgelismislik Surecinde Turkiye, Gozlem yayinlari, Ucuncu baski, 1980.

[8] Avcioglu Dogan, Turkiye nin Duzeni, Tekin Yayinlari, 1984.

[9] Macar Elcin, Istanbul un yok olmus iki Cemaati, Iletisim, 2002.

[10] Macar Elcin, ό.π.

Δημοσιεύθηκε στις 22/1/2008

URL: http://www.monthlyreview.gr

Ετικέτες

10 Ιανουαρίου 2009

Η ελληνική ταυτότητα σήμερα

του Θεόδωρου Ζιάκα

Στο ατομικό επίπεδο η λέξη «ταυτότητα» έχει ευνόητο περιεχόμενο: μια φωτογραφία και κάποια «στοιχεία» (όνομα, επώνυμο κ.λπ.), τυπωμένα σε ένα «δελτίο». Το «δελτίο ταυτότητας» παραπέμπει σε ένα μοναδικό πρόσωπο.


Με την εθνική ταυτότητα τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα. Και γίνονται ολοένα και δυσκολότερα, καθώς αμφισβητείται από τους μεταμοντέρνους ιστορικούς μας η ίδια η ύπαρξη του έθνους, ως της συλλογικής εκείνης οντότητας στην οποία αναφέρεται η εθνική ταυτότητα. Παλαιότερα δεν ετίθετο ζήτημα ύπαρξης του έθνους. Η αντιπαράθεση των απόψεων εστιαζόταν στο ποια είναι, στην περίπτωσή μας, η «αληθινή» ταυτότητα του έθνους.


Αν παραδεχτούμε, ότι το έθνος γενικά και το ελληνικό έθνος ειδικότερα αναφέρονται σε κάτι υπαρκτό και όχι σε κάτι ανύπαρκτο, ας συμφωνήσουμε να ονομάζουμε «εθνική ταυτότητα» την αυτοκατανόηση του έθνους: την ιδέα που σχηματίζει το έθνος για τον εαυτό του. Και επειδή, προφανώς, δεν είναι μία μόνο η περί εθνικού εαυτού ιδέα ούτε στάσιμη και αναλλοίωτη, μπορούμε να δηλώσουμε, ευθύς εξαρχής και ως προφανή συνεπαγωγή, ότι η εθνική ταυτότητα συγκροτείται: α) Από διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες συλλογικές αυτο-κατανοήσεις. Και β) ότι μία απ’ αυτές είναι κάθε φορά η κυρίαρχη.


Ας συμφωνήσουμε επίσης ότι το ενδιαφέρον μας για την εθνική ταυτότητα πηγάζει από την υπόθεση ότι, παρά τον αναγκαστικά ρευστό, πολυεκδοχικό και συγκρουσιακό της χαρακτήρα, έχει άμεση και ζωτική σημασία για την αναπαραγωγή, κοινωνική συνοχή και εξέλιξη, της υποκείμενης εθνικής συλλογικής οντότητας.


Με βάση τις παραδοχές αυτές θα μιλήσουμε στη συνέχεια για τις τύχες του εθνικής ταυτότητας στο σύγχρονο κόσμο. Θα ξεκινήσουμε από το ποιος ακριβώς είναι ο σύγχρονος κόσμος.


1. Η ταυτότητα του σύγχρονου κόσμου


Με τον όρο «σύγχρονος κόσμος» αναφερόμαστε στον πολιτισμό της Νεωτερικότητας. Ονομάζουμε «Νεωτερικότητα» τον πολιτισμό, ο οποίος ξεκίνησε από τη Δυτική Ευρώπη τον 18ο αιώνα με τις αστικές επαναστάσεις και σήμερα κυριαρχεί σε ολόκληρο τον κόσμο.


Αυτό που ορίζει τη Νεωτερικότητα και αποτελεί την ουσία της, είναι το ιδιαίτερο ανθρωπολογικό της πρόγραμμα. Ο κεντρικός σκοπός του είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από όλους τους φυσικούς και μεταφυσικούς περιορισμούς της ελευθερίας του. Είναι, πιο συγκεκριμένα, η πίστη ότι μπορούμε, με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας, να φτιάξουμε έναν τεχνητό κόσμο, ελεγχόμενο απόλυτα από εμάς, να κλειστούμε μέσα σ’ αυτόν και να αφήσουμε απέξω τη Φύση, τους θεούς και όλα τα κακοποιά πνεύματα. Κοντολογίς: να γίνει ο άνθρωπος θεός του εαυτού του.


Ως βασικοί θυμικοί κινητήρες του νεωτερικού προγράμματος επισημαίνονται: α) Το μίσος εναντίον του μεσαιωνικού-φεουδαρχικού χριστιανικού δεσποτισμού. Και β) Ο τεχνολογικός μεσσιανισμός: η πίστη ότι η επιστήμη και η τεχνολογία θα λύσουν όλα τα προβλήματα του ανθρώπου.


Το πρωτότυπο στρατήγημα, χάρη στο οποίο κατέστη πραγματοποιήσιμο το εκ πρώτης όψεως χιμαιρικό ανθρωπολογικό πρόγραμμα της Νεωτερικότητας, ήταν η αποδοχή και η εμπέδωση ενός θεμελιώδους υπαρκτικού διχασμού: Στη μεν δημόσια σφαίρα θα είμαστε απρόσωπα και αποκλειστικώς ορθολογιστικά όντα. Στη δε ιδιωτική σφαίρα φυσιολογικοί άνθρωποι, με ένστικτα και συναισθήματα, με χώρο για το απρόβλεπτο και το παράλογο.


Η απόλυτη απροσωπία στη δημόσια σφαίρα θεσπίστηκε γιατί καθιστά δυνατή τη διαμεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων με συστήματα. Σύστημα θα πει: λογική τυποποίηση των σχέσεων, απρόσωποι ρόλοι, αλγοριθμική οργάνωσή τους, εξουσιαστική θέσμισή τους. Η ανάπτυξη της Τεχνόσφαιρας, ως αέναης συσσώρευσης απρόσωπων συστημάτων πάνω στη Βιόσφαιρα, δηλαδή ο σημερινός κόσμος, στον οποίο έχουμε ήδη κλειστεί, έχει τη θεμελίωσή του στην ειδικά νεωτερική αυτή ρύθμιση της σχέσης δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Και ακριβώς, για να μπορεί ο δημόσιος χρόνος του υποκειμένου να εκποιείται σε χρονο-ανταλλακτικά συστημάτων, ανάγκη πάσα να έχει κλειστεί ερμητικά στο στεγανό της ιδιωτικής ζωής, οτιδήποτε συνδέεται με την απροσδιόριστη βιοψυχική μοναδικότητα του Προσώπου και την πληρωματική του δυναμική.


Με τον τρόπο αυτό η «συστημική φαγάνα» ισοπέδωσε βαθμιαία ολόκληρο τον δημόσιο χώρο, θάβοντας στο ιδιωτικό άδυτο τα στοιχεία εκείνα της διυποκειμενικότητας τα οποία δεν μπορούσαν ή δεν ήταν απαραίτητο να υποστούν την επιζητούμενη ψηφιακή προσομοίωση και συστημική ενσωμάτωση. Ώσπου ήρθε η ώρα, από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, να εισβάλει και στον ίδιο τον ιδιωτικό χώρο, με τη βιομηχανία της εικόνας. Τελικώς τα καταφέραμε τόσο καλά, που ήδη εγκαταλείψαμε τη Βιόσφαιρα και επιβιβαστήκαμε στην Τεχνόσφαιρα, για ένα κοσμικό ταξίδι χωρίς επιστροφή.


Ο ανθρωπολογικός τύπος-φορέας του νεωτερικού Συστήματος είναι το νεωτερικό Άτομο, μια μορφή Ατόμου καινοφανής στην ανθρώπινη Ιστορία. Φορέας αναπαραγωγής της συγκεκριμένης αυτής μορφής Ατόμου είναι η αντίστοιχη Παράδοση. Με τον όρο αυτό -«νεωτερική Παράδοση»- εννοούμε το ιδιαίτερο υποκειμενοποιητικό σύστημα του νεωτερικού πολιτισμού, το οποίο έχει ως κεντρικό ελκυστή του το ιδανικό της συστημικής αυτοθεωτικής εξατομίκευσης.


2. Η ταυτότητα του νεωτερικού Ελληνισμού


Η νεωτερική Παράδοση εμφανίζεται στη Δυτική Ευρώπη τον 18ο αιώνα και εξελίσσεται με τη μορφή κυμάτων, τα οποία εισβάλλουν στον υπόλοιπο κόσμο, το ένα κατόπιν του άλλου, για να συμπλεχθούν εκεί με τις προϋφιστάμενες διαφορετικές Παραδόσεις.


Λέμε «νεωτερική» την εθνική ταυτότητα ενός λαού, όταν η νεωτερική Παράδοση κυριαρχεί πάνω στις προνεωτερικές Παραδόσεις του. Κυριαρχεί σημαίνει: ελέγχει όχι μόνο τη δική της αναπαραγωγή, αλλά και την αναπαραγωγή των υπ’ αυτήν διαφορετικών Παραδόσεων, δηλαδή ολόκληρη την εθνική παιδεία. Με την έννοια αυτή η εθνική ταυτότητα του νεοελλαδικού κράτους (μαζί και του κυπριακού) είναι νεωτερική.
Κάθε νέο κύμα της εισαγόμενης Νεωτερικότητας συγκρούεται με το προηγούμενο, συχνά πριν εκείνο προλάβει να σταθεροποιήσει τις συναρθρώσεις του με το τοπικό περιβάλλον. Το αποτέλεσμα είναι: Η πολυεκδοχικότητα των νεωτερικών εννοηματώσεων της εθνικής ταυτότητας. Οι αντίστοιχες πολώσεις στο εσωτερικό της τοπικής διανόησης. Και τα συναφή: χαρακτήρας ασταθής, ασυνεχής, μεταπρατικός, δορυφορικός, με μια λέξη «περιφερειακός».


Πρώτη εκδοχή της νεωτερικής ελληνικής ταυτότητας είναι η «διαφωτιστική» (18ος-19ος αιώνας). Το συλλογικό ιδανικό εστιάζεται εδώ στη λεγόμενη «μετακένωση» των φώτων της Εσπερίας. Θεμελιώνεται: α) Στην υποτιθέμενη καταγωγή των ευρωπαϊκών Φώτων από τα αρχαιοελληνικά. Και β) στην αποπομπή του «βυζαντινού» ανθρωπολογικού προτύπου, ως ιδιαζόντως βαρβάρου, ειδεχθούς και σκοταδιστικού.


Δεύτερη είναι η «ελληνοχριστιανική» εκδοχή (μέσα 19ου – μέσα 20ου αιώνα). Αυτή αποζητά μια στοιχειώδη ισορροπία στο τρίγωνο Νεωτερικότητα-Αρχαιότητα–Βυζάντιο, παραλείποντας ή στρογγυλεύοντας τις ασύμβατες με τη Νεωτερικότητα οξείες γωνίες του βυζαντινού πόλου. Τα κενά του ελληνοχριστιανικού προτάγματος συμπληρώνονται με τον εθνοφυλετισμό. Η κατίσχυσή του, έναντι της «κλασικιστικής» εκδοχής, ευνοήθηκε από τη στροφή της ευρωπαϊκής Νεωτερικότητας προς τον χριστιανικό συντηρητισμό (καθολικό και προτεσταντικό), προκειμένου να αντιμετωπίσουν από κοινού την αναφανείσα (στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα) «άθεη» σοσιαλιστική και κομμουνιστική απειλή. Ευνοήθηκε επίσης από το «σύνδρομο Φαλμεράϋερ»: την αξιοποίηση του βυζαντινού «κενού», για να πληγεί η αρχαιοελληνικότητα των «νεοελλήνων» – η μόνη, ως τότε, νοητή ελληνικότητα.


Τρίτη εκδοχή είναι η κοινωνιστική-προοδευτική, η εισαγόμενη την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα από τους κομμουνιστές. Στη δική τους εκδοχή το τρίγωνο της ελληνικής ταυτότητας αποβάλλει τόσο την βυζαντινή όσο και την αρχαιοελληνική κορυφή του, με το επιχείρημα ότι «το έθνος είναι δημιούργημα του καπιταλισμού». (Στην τροσκιστική καθαρότητα του επιχειρήματος το έθνος νοείται ως τεχνητό κατασκεύασμα του καπιταλιστικού κράτους.) Ο εναπομείνας νεωτερικός πόλος της ταυτότητας θα υποστεί, ταυτόχρονα, μια μανιχαϊστικού τύπου φαντασιακή σχάση σε «προοδευτικό» και «αντιδραστικό», «διεθνιστικό» και «εθνικιστικό», εν ονόματι πάντα της επικείμενης μετάβασης στην αταξική/αεθνική κοινωνία. Ως προς την ιδεολογική του ποιότητα το έθνος είναι, σαφώς, παθολογία της Ιστορίας, γιατί «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα». Εξ αιτίας όμως της ειδικής προσωρινής πραγματικότητας του Ιμπεριαλισμού, πρέπει το επαναστατικό υποκείμενο να κάνει τα στραβά μάτια στις εθνικές προκαταλήψεις των μαζών, προκειμένου να τις προσελκύσει στο ευρύτερο δυνατό «λαϊκό μέτωπο».


Μετά το 1989, που έπεσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» και θριάμβευσε η αμερικανική «παγκοσμιοποίηση», το εμφυλιοπολεμικό δίπολο Αντίδρασης-Προόδου, Εθνικισμού-Διεθνισμού, έχασε το νόημά του και κατέρρευσε άδοξα. Στη θέση του έμεινε το κενό, με τη μορφή του μηδενισμού και του γραικυλισμού, της αδιαφορίας και της νευρωτικής απέχθειας προς ό,τι θυμίζει ελληνικότητα. Η απονοημάτωση των θετικών εκδοχών της νεωτερικής μας ταυτότητας κατέστησε τον εθνομηδενισμό απόλυτο κυρίαρχο της εθνικής πίστας.


Συνοψίζοντας θα αναγνωρίζαμε, ως «DNA» της νεωτερικής μας ταυτότητας, μια ειδική θυσιαστική δομή, όπου λατρεύουμε τον νεωτερικό ιδανικό εαυτό μας, προσφέροντάς του, ως εξιλαστήριο θύμα, τον απωθημένο «βυζαντινό» εαυτό μας.


Αλλά, αν σωστά αυτοεντοπιζόμαστε στη σχιζοείδεια αυτή, τότε πρέπει κάπως να αισιοδοξήσουμε, αφού η πτώση μας στον εθνομηδενισμό αναγγέλλει το ιστορικό της τέλος.


3. Η γενική κρίση της νεωτερικής ταυτότητας


Τα μεγάλα κύματα στην εξέλιξη της Νεωτερικότητας, με τα οποία συνδέονται και οι βασικές εκδοχές της ελληνικής νεωτερικής ταυτότητας, είναι ο Διαφωτισμός, ο Ρομαντισμός, ο Μοντερνισμός και ο Μεταμοντερνισμός.


Σε αντίθεση με τους προκατόχους της η μεταμοντέρνα εκδοχή του νεωτερικού Ατόμου δεν πιστεύει σε τίποτα. Ο Μεταμοντερνισμός είναι ένας ριζικός σχετικισμός, ομόλογος εκείνου της αρχαιοελληνικής σοφιστικής υποστροφής: γνωσιολογικός και ηθικός. Αυτοεπιβεβαιώνεται στην αποδόμηση κάθε κοινωνικώς συνεκτικής «αφήγησης». Αμφισβητεί κάθε αυθεντία, ακόμα κι αυτήν της επιστήμης και της τεχνολογίας, – την πεμπτουσία της Νεωτερικότητας. Δοξάζει τον «νέο ατομικισμό» της «αυθεντικότητας» και της «αυτοπραγμάτωσης» (αυτού που είμαστε «πριν» από κάθε υποκειμενοποίηση -«ετερόνομη» ή «αυτόνομη»).


«-Να είσαι ο εαυτός σου». Αυτή είναι η πρώτη και η τελευταία θετική εντολή της μεταμοντέρνας εποχής μας. Να είσαι η ανόθευτη-πρωτογενής επιθυμία σου.


3.1 Σύμπτωμα τέλους


Η επικράτηση του Μεταμοντερνισμού συμπίπτει με την άλωση και του ιδιωτικού χώρου από τα συστήματα. Τηλεκατευθύνοντας το συναίσθημα και την επιθυμία τα συστήματα αποσπούν την προσοχή του Ατόμου και λεηλατούν κατά βούληση τον ιδιωτικό του χρόνο. Αυτό όμως μεταβάλλει ριζικά το ανθρωπολογικό τοπίο. Η ολοκληρωτική κατάσχεση του υπαρκτικού χρόνου (δημόσιου και ιδιωτικού) από τα συστήματα, καταστρέφει τη βάση του ανθρωπολογικού σθένους της Νεωτερικότητας: την ειδική ρύθμιση-αναπαραγωγή της αντίθεσης δημόσιου και ιδιωτικού χωροχρόνου. Το αποτέλεσμα είναι η παθητικοποίηση και η αποσύνθεση της προσωπικότητας. Και τελικώς η αδυναμία του υποκειμένου α) να διατηρήσει τη λειτουργικότητα των θεσμών του ιδιωτικού χώρου και πριν απ’ όλα της οικογένειας και β) να επωμιστεί το βάρος της αναπαραγωγής των γιγάντιων υπερπολύπλοκων συστημάτων.


Μ’ αυτή την έννοια είναι απολύτως νόμιμη η ταύτιση της ενδεχόμενης γενίκευσης του ανθρωπολογικού Μεταμοντερνισμού με το τέλος της Νεωτερικότητας.


3.2 Η έλλειψη οικουμενικότητας


Οι διαπιστώσεις αυτές πιστοποιούνται εμφανέστερα στο πεδίο της πολιτικής ιδεολογίας, όπου η αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού καταγράφεται ως μοιραίο πλήγμα για τη Νεωτερικότητα.


Η χρεοκοπία του σοσιαλισμού υπήρξε μοιραίο πλήγμα, διότι κατέστρεψε την Αριστερά, ως ιδεολογική πολιτική δύναμη. Η ισχύς της Αριστεράς είχε μια ανεκτίμητη στρατηγική σημασία για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του νεωτερικού Συστήματος, επειδή η ακτινοβολία των αριστερών ιδεών ήταν σε θέση να παγιδεύει σε νεωτερική τροχιά τις αντιδράσεις των πληττομένων από τη συστημική επέκταση. Σε αντίθεση με το προνεωτερικό «όπιο του λαού», που καθήλωνε στο ραγιαδισμό, η αριστερή ιδεολογία λειτουργούσε σαν δραστικότατο αναβολικό, διεγείροντας σε αυτοθυσιαστική δράση ενάντια σε ό,τι η ίδια όριζε ως «αντιδραστική παρέκκλιση» από το ανθρωποθεωτικό πρόγραμμα της Νεωτερικότητας. Όπως με κατηγορηματική ευθυβολία το είχε διατυπώσει ο Λένιν: «οι κομμουνιστές είναι Ιακωβίνοι στο πλευρό του προλεταριάτου».


Η κατάρρευση των οραματικών διεξόδων της Νεωτερικότητας απεκάλυψε, λοιπόν, τη γυμνότητά της. Η έλλειψη οικουμενικότητας, αυτό το καλά κρυμμένο μυστικό της, υψώθηκε τώρα σε περίοπτη θέα.


Η ελκυστικότητα των νεωτερικών αγαθών (ιδιωτική ελευθερία, κατανάλωση κλπ.) είναι ασφαλώς οικουμενική. Διαπερνά όλα τα δεσποτικά-κολεκτιβιστικά περιβάλλοντα των προνεωτερικών Παραδόσεων. Αποδεικνύεται όμως ότι τα αγαθά αυτά είναι προσιτά μόνο σε ένα πολύ μικρό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού. Είναι πασίγνωστα τα στοιχεία: α) Εκτιμάται ότι αν οι Κινέζοι και οι Ινδοί αποκτούσαν το δικό μας βιοτικό επίπεδο, η ζωή στον πλανήτη θα λάμβανε τέλος (Αντίθεση Τεχνόσφαιρας-Βιόσφαιρας.). β) Λέγεται ότι πεντακόσιοι άνθρωποι έχουν στα χέρια τους τόσο πλούτο όσο ο μισός πληθυσμός της γης (Αντίθεση Βορρά-Νότου.). γ) Υπολογίζεται ότι στα επόμενα χρόνια η κατάθλιψη, ως μέτρο της αποσύνθεσης του νεωτερικού Ατόμου, θα υπερκεράσει όλες τις άλλες αρρώστιες στον αναπτυγμένο κόσμο (Αντίθεση Εξατομίκευσης-Συστημάτων.).


Το έλλειμμα οικουμενικότητας είναι, λοιπόν, το κύριο πρόβλημα του γενναίου μεταμοντέρνου κόσμου μας. Έλλειμμα οικολογικό, κοινωνικό, υπαρκτικό. Και εξηγεί, ως ιδεολογική υπεραναπλήρωση, την τρέχουσα υστερία για τη δήθεν «παγκοσμιοποίηση».


3.3 Οι αποσυνθετικές τάσεις


Το έλλειμμα οικουμενικότητας, μαζί με τη σπασμωδική αδυναμία διαχείρισής του, προκαλεί την αποσύνθεση των νεωτερικών ταυτοτήτων και την ανάπτυξη φυγόκεντρων πολιτισμικών δυνάμεων.


Οι κυριαρχούμενες Παραδόσεις τείνουν να αυτοπροσδιοριστούν και να αποτινάξουν την ηγεμονία της νεωτερικής Παράδοσης. Οι τεκτονικές αυτές διεργασίες στα θεμέλια του Συστήματος συνοδεύονται από την έκλυση ισχυρής αντισυστημικής ενέργειας σε παγκόσμια κλίμακα. Οι βασικές μορφές της εκλυόμενης ενέργειας είναι: α) Ο σύγχρονος αναθεμελιωτισμός (φουνταμενταλισμός θρησκευτικός, εθνικιστικός κ.ά.). β) Τα ποικίλα εθνικά κινήματα (ανεξαρτησιακά, αυτονομιστικά, «εθνωτικά», αυτοχθονικά). Και γ) τα λεγόμενα «εναλλακτικά» κινήματα.


Απέναντι στα διαλυτικά αυτά ρεύματα, αλλά και απέναντι στον μεταμοντέρνο σχετικισμό, που απειλεί το Σύστημα από τα μέσα, αντιτάσσεται ο Εκσυγχρονισμός. Αλλά αν λάβουμε υπόψη πόσο αναποτελεσματική και βραχύβια υπήρξε η εκσυγχρονιστική προσπάθεια των Κλίντον, Μπλερ, Σρέντερ, Σημίτη κ.ά. αντιλαμβανόμαστε την καίρια αδυναμία των πολιτικών συστημάτων της ύστερης Νεωτερικότητας να θέσουν υπό έλεγχο τις αποσυνθετικές δυνάμεις.


Οι αποσυνθετικές δυνάμεις πολλαπλασιάζονται μιμητικά, διαμορφώνοντας μια ανεξέλεκτη κλιμάκωση αναδράσεων, χάρη στη μόνη παγκοσμιοποίηση που δεν είναι πλασματική: την πληροφοριακή. Η αναγωγή της Πληροφοριόσφαιρας σε κεντρική δομή συνοχής της Τεχνόσφαιρας, εμποδίζει την απόκρυψη και επομένως τον έλεγχο. Προσδίδει εξαιρετική ισχύ στα συστήματα άλωσης του ιδιωτικού χωροχρόνου, έναντι των συστημάτων της δημόσιας σφαίρας (στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών). Ο ανταγωνισμός κατευθύνει τα κανιβαλικά ένστικτα των πρώτων εναντίον των δεύτερων. Έτσι φτάσαμε στο οξύμωρο γεγονός να αναπαράγεται το Σύστημα ξεσκεπάζοντας και καταγγέλλοντας τον εαυτό του, αναλώνοντας δηλαδή τα όποια αποθέματα αυθεντίας του απομένουν.


Οι αντιφάσεις Βιόσφαιρας - Τεχνόσφαιρας, Βορρά - Νότου, Εξατομίκευσης - Συστημάτων, που ως τώρα προσπερνιόνταν, σαν «ασήμαντες παρενέργειες» (που «όπου νάναι θα ξεπεραστούν»), κατέλαβαν πλέον το προσκήνιο και απαιτούν λύσεις. Το πρόβλημα είναι ότι οι ενδεχόμενες λύσεις δεν μπορούν να είναι ενδοσυστημικές, γιατί υπερβαίνουν τις ανθρωπολογικές προδιαγραφές της Νεωτερικότητας. Η μοίρα των ανθρώπινων «παραδειγμάτων» είναι να πέφτουν θύμα των κρυμμένων «ανωμαλιών» τους. Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα να πάθει το ίδιο και η Νεωτερικότητα.


Ως κοινός παρονομαστής των αποσυνθετικών τάσεων προβάλλει ένα γενικό αίτημα ανα-θέσμισης των «κεντρικών κοινωνικών σημασιών» και, πριν απ’ όλα, της σημασίας του υποκειμένου. Η ανανοηματοδότηση της ατομικής και της συλλογικής ταυτότητας τίθεται πλέον ως κεντρικό ζήτημα στον σύγχρονο κόσμο.


4. Το ζητούμενο: η μετα-νεωτερική ταυτότητα


Η εξάντληση του κυρίαρχου νεωτερικού ιδανικού οδηγεί τη διανόησή μας στην αφασία. Για κάποιους όμως είναι το σοκ που τους αναγκάζει να ξυπνήσουν. Είναι αυτοί που ήδη θέτουν το αίτημα για ένα μετα-νεωτερικό ιδανικό, ικανό να συνδεθεί γόνιμα με το κλασικό και το ορθόδοξο και να ξαναδώσει νόημα-ταυτότητα στο Κοινό των Ελλήνων. Κινήσεις και προς τις τρεις αυτές κατευθύνσεις μπορούν ήδη να καταγραφούν.


4.1 Η επανοικείωση του απωθημένου


Καθώς λύνονται τα νεωτερικά μάγια ο Έλληνας νιώθει ισχυρή την παρόρμηση να επαν-οικειοποιηθεί το «βυζαντινό» απωθημένο.


Το φαινόμενο δεν χρειάζεται ιδιαίτερες εξηγήσεις, διότι είναι μηχανικό: Η εξασθένιση του σθεναρότερου (νεωτερικού) πόλου, στο εσωτερικό της συλλογικής μας ταυτότητας, μετατοπίζει το κέντρο βάρους προς τον αμέσως επόμενο πόλο. Ή αλλιώς: η εξάντληση της κυρίαρχης παράδοσης επιτρέπει στην κυριαρχούμενη να «σηκώσει κεφάλι».


Γι’ αυτό ξαναγεμίζουν οι εκκλησιές, παρά τη συνεχιζόμενη «προδοσία του επισκοπικού αξιώματος». Γι’ αυτό ξαναζωντάνεψε ο μοναχισμός, παρά τους συχνούς ζηλωτικούς χουλιγκανισμούς και τις νεογεροντικές νευρώσεις. Γι’ αυτό επαναξιολογείται η βυζαντινή τέχνη και εκδίδονται του κόσμου τα βιβλία για το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία.


Ενώ αναμοχλεύονται τα δημώδη βάθη της εθνικής κουλτούρας, η λόγια επιφάνειά της δεν παραμένει ακίνητη. Στοιχεία της εγχώριας διανόησης αρχίζουν, τα τελευταία χρόνια, να προσεγγίζουν τη βυζαντινή ανθρωπολογία και να συλλαβίζουν τη γλώσσα της ελληνικής οικουμένης. Μια παλιότερη, εκ μέρους των Ρώσων, γόνιμη αντιβολή πατερικής θεολογίας του Προσώπου και ευρωπαϊκού υπαρξισμού, είχε παρασκευάσει το έδαφος. Παράλληλα μια δεύτερη τάση, προερχόμενη από τη μαρξιστική αριστερά, θα συνοψίσει κριτικά την εμπειρία των αριστερών επαναστάσεων και θα καταθέσει γόνιμο οντολογικό προβληματισμό πάνω στα αδιέξοδα της Νεωτερικότητας. Θα ζητήσει, μεταξύ των άλλων, να επαναπροσεγγίσουμε το υποκείμενο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, προκαλώντας σοβαρά ρήγματα στο εμπεδωμένο νεωτερικό-μεταπρατικό κέλυφος της αρχαιογνωσίας μας.


Χάρη στην εργασία των δύο αυτών γραμμών αναζήτησης δεν έμελλε να καταποντιστούμε τελείως στον επελθόντα, μετά το 1974, μεταμοντέρνο κατακλυσμό της ιδεολογίας του «τέλους των ιδεολογιών», του «αντι-ιδανικού» και της «αυτοπραγμάτωσης». Ίσως αλλιώς να αντιλαμβάνονταν τη συμβολή τους οι διανοητές του «συνόρου» μεταξύ Μοντερνισμού και Μεταμοντερνισμού, αλλά εμείς θα την εντοπίσουμε κυρίως στο γεγονός ότι μας έδωσαν τη δυνατότητα να διαβούμε σώοι (αν και όχι εντελώς αβλαβείς) το εν λόγω «σύνορο». Είμαστε, έτσι, αρκετά «μεταμοντέρνοι», ώστε να αντιλαμβανόμαστε ότι το πρόβλημά μας δεν είναι «εθνικό». Ότι είναι εθνικό μόνο στο μέτρο που είναι οικουμενικό. Και ότι δεν νοείται εθνική λύση παρά ως εθνική μετοχή στη ζητούμενη οικουμενική / μετανεωτερική λύση.


Η κατάρρευση των νεωτερικών εννοηματώσεων της εθνικής ταυτότητας και η ανάγκη αντίστασης στον μεταμοντέρνο μηδενισμό, κάνει τους Έλληνες να σκεφτούν, επιτέλους, με το δικό τους μυαλό ποιοι είναι, πού βρίσκονται και τι θέλουν. Και να συλλάβουν την νεοελληνική εθνική ταυτότητα όπως ήταν πριν οι προαναφερθέντες Προκρούστες την ξαπλώσουν στη νεωτερική τους κλίνη: Ως στροφή του Ρωμηού προς τη Δύση για να γλιτώσει από τον Τούρκο. Ως συμμαχία της ρωμέηκης Παράδοσης με τη νεωτερική, για την αποπομπή του Τουρκισμού. Αρχίζουμε ήδη να αντιλαμβανόμαστε το οδυνηρό τίμημα της συμμαχίας αυτής: την απώθηση των ουσιωδών διαφορών εξελικτικής κατεύθυνσης και επιπέδου ωριμότητας μεταξύ του ελληνικού και του δυτικού ανθρωποκεντρισμού.


Ελευθερωμένοι από τη νεωτερική συσκότιση, ίσως κατορθώσουμε τώρα οι Έλληνες να λύσουμε το αίνιγμα της νεοελληνικής ταυτότητας. Και να καταλάβουμε γιατί ο Τούρκος είναι η δική μας αθέατη-σκοτεινή πλευρά.


4.2 Το περίγραμμα της αναζήτησης


Ως κεντρικό εθνικό ερώτημα αναδεικνύεται το εξής οικουμενικό ζήτημα: Είναι δυνατόν να ανα-νοηματοδοτηθεί το υποκείμενο, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί να υπερβαίνει τα συστήματα και να τα «εξημερώνει»; Ή αλλιώς: μπορούμε να φτιάξουμε μια Τρίτη σφαίρα ικανή να ενσωματώνει και να επιλύει τις αντιφάσεις Τεχνόσφαιρας – Βιόσφαιρας, Εξατομίκευσης – Συστημάτων, Βορρά - Νότου; Ποια μπορεί να είναι η φύση της αν δεν πρέπει να είναι ούτε φυσιοκρατική ούτε τεχνολογική;


Το περίγραμμα της ως τώρα πρωτόλειας ακόμη προβληματικής μας μπορεί να συνοψιστεί στα εξής:
α) Η προσφυγή στη βυζαντινή ανθρωπολογία ερμηνεύει το νεωτερικό υποκείμενο ως παθολογία σε σύγκριση με το όντως υποκείμενο: το Πρόσωπο. Θεωρητικώς η προσφυγή στο Πρόσωπο λύνει το πρόβλημα, γιατί αναφέρεται σε έναν τύπο υποκειμένου, στο οποίο η προσωπικότητα είναι μοναδική και συγχρόνως καθολική. Αν αποδειχθεί ότι το πρόβλημα λύνεται και στην πράξη, τότε όντως αποτελεί Πρόταση. Πρακτική λύση σημαίνει: Κατορθώνω να ανακόψω την κονιορτοποίηση της ατομικότητάς μου. Αποκτώ την ικανότητα να αποστασιοποιούμαι από τις ανάγκες μου. Δεν «χάνω τον εαυτό μου» μέσα στα συστήματα. Γίνομαι υπεύθυνο αγαπητικό υποκείμενο, ελεύθερο έναντι κάθε εξωτερικού και εσωτερικού καταναγκασμού.


β) Η αναγωγή στην κλασική πολιτειακή Παράδοση του Ελληνισμού και ο συνδυασμός της με την εκκλησιαστική, δηλαδή η προσφυγή στον προσωποκεντρικό Κοινοτισμό, μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε τη νεωτερική εννοημάτωση της συλλογικής ταυτότητας, ως παθολογία της υποκειμενοποίησης. Για έναν στοιχειωδώς μυημένο στη χριστιανική γνώση, είναι προφανές ότι η συστημική αυτοθέωση, το ανθρωπολογικό πρόταγμα της Νεωτερικότητας, συνιστά μια πρωτότυπη μεν, ως προς τη μορφή, κοινότοπη δε, ως προς την ουσία, εφαρμογή της πανάρχαιας εωσφορικής πρότασης να γίνουμε θεοί από μόνοι μας. (Πράγμα που μας κλείνει αυτόματα, σύμφωνα με τη Βίβλο, τον δρόμο προς τον ζητούμενο επίγειο Παράδεισο.) Θεωρητικώς, λοιπόν, η προσωποκεντρική κοινότητα, συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις να είναι η ζητούμενη εναλλακτική λύση. Μένει να πιστοποιηθεί τούτο και στην πράξη.


γ) Η μελέτη του αρχαιοελληνικού Ατόμου φωτίζει το ζητούμενο πέρασμα από τον μεταμοντέρνο μηδενισμό στον ενδεχόμενο μετανεωτερικό πολιτισμό. Αποκαλύπτει την κρυμμένη (στα πλαίσια της προειρημένης συμμαχίας) ριζική διαφορά του ελληνικού Ατόμου από το νεωτερικό, ως προς την εξελικτική τους κατεύθυνση (εμπρόσωπες και όχι απρόσωπες σχέσεις, επέκταση της ελευθερίας στον δημόσιο χώρο και όχι περιορισμός της στον ιδιωτικό). Αποκαλύπτει συγχρόνως κάτι ακόμα πιο σημαντικό: την αναλογία ανάμεσα στον αρχαιοελληνικό και στον μεταμοντέρνο σχετικισμό και μηδενισμό. Η μελέτη της κρίσης των δύο αυτών ιστορικών μορφών εξατομίκευσης, μας υπόσχεται τη γνώση των νόμων προόδου και υποστροφής, που διέπουν τη φυσιολογία της μεταατομικής ανθρωπολογικής μετάβασης.


Τέλος στη βάση αυτή είναι δυνατόν να αντιληφθούμε, πώς και γιατί η γενίκευση του μεταμοντέρνου μηδενισμού μπορεί να οδηγήσει τον κόσμο σε τεχνοφασιστική υποστροφή. Πώς και γιατί θα ήταν μάλλον αδύνατη η ανακοπή της, χωρίς την παρεμβολή και μαρτυρία μιας κρίσιμης μάζας Προσώπων.


4.3 Η μετανεωτερικότητα της βυζαντινής εμπειρίας


Η κεντρική γραμμή της αναζήτησής μας, η μελέτη της βυζαντινής ανθρωπολογίας, μπορεί να είναι γόνιμη, μόνο στο μέτρο που θα διαπεράσει το κέλυφος της αναπόφευκτης φουνταμενταλιστικής ειδωλοποίησης, με το οποίο αυτόματα την περιβάλλει η κυρίαρχη πνευματική νηπιότητα.


Αυτό που μπορεί να βρει κανείς, αν διαπεράσει το φουνταμενταλιστικό κέλυφος, και το οποίο μας ενθαρρύνει, για την πιθανή μετανεωτερική γονιμότητα των «βυζαντινοκεντρικών» αναζητήσεών μας, είναι η άγνωστη στη νεωτερική σκέψη βυζαντινή εμπειρία των «Ακτίστων Ενεργειών» και η αντίστοιχη οντολογική επεξεργασία της.


Η οντολογία των Ενεργειών μας πληροφορεί, ότι εκτός από τις προσωπικές ενέργειες του «κτιστού» χώρου (τις δικές μας), υπάρχουν και οι προσωπικές ενέργειες του «άκτιστου» χώρου, για τις οποίες πιστεύεται ότι είναι η αφανής αιτία της ύπαρξης και της ζωής όλων των κτιστών-τρεπτών όντων, υλικών και πνευματικών, ορατών και αοράτων. Μας λέει επίσης, ότι η αδυναμία του μεταμοντέρνου ανθρώπου να αποδεσμευθεί από το καταστροφικό σύστημα αναγκών, στο οποίο έχει εγκλωβιστεί, βασίζεται σε μια βαθύτερη αναπηρία, η οποία προκύπτει από τη γενικότερη σε κάθε πολιτισμό, τεχνητή ανακοπή και στρέβλωση της φυσιολογικής προσωπικής εξέλιξης του ανθρώπου. Η αναπηρία αυτή σχετίζεται με την κολεκτιβιστική (δεσποτική) ή ατομοκεντρική ρύθμιση του εριστικού «ταραγμού» της ανθρώπινης φύσης. Εμπεδωμένες στο θυμικό και στο ένστικτο, επικυρωμένες και ανατροφοδοτούμενες από το ομόλογο κοινωνικό πλαίσιο, οι παθολογικές αυτές μορφές ρύθμισης των παθών, καθηλώνουν τον άνθρωπο, εφ’ όρου ζωής, στην υπαρκτική νηπιότητα. Κρατούν σε ατροφική κατάσταση τα ψυχικά εκείνα όργανα, που μας επιτρέπουν να αντλούμε από την πανταχού παρούσα «άκτιστη Ενέργεια» τη δύναμη της «καλής αλλοίωσης». Τη δύναμη που χρειαζόμαστε για να διαστέλλουμε το γνωμικό από το φυσικό μας θέλημα και να το μεταμορφώνουμε σε βούληση ελεύθερη-ανιδιοτελή και συγχρόνως αγαπητικά αποτελεσματική.


Η επανοικείωση, τέλος, της οντολογίας των Ενεργειών μας αποκαλύπτει τη φύση του εκφυλισμού της ατομικότητάς μας (ελληνικής και νεωτερικής), από τον οποίο πάσχει και στον οποία κυρίως προσκρούει, η ζητούμενη μετανεωτερική ανανοηματοδότηση της ταυτότητάς μας.


Την πρόταση αυτή, δηλαδή να θέσουμε στο επίκεντρο της μετανεωτερικής αναζήτησης την οντολογία των «Ακτίστων Ενεργειών», πρώτος τη διατύπωσε ο Άρης Ζεπάτος, ο οποίος ήδη από τη δεκαετία του 1990 είχε αφοσιωθεί στη μελέτη των εμπειρικών της προσβάσεων.


Υποθέτοντας ότι είναι δυνατή η ενσάρκωση μιας προσωπικής και συλλογικής ταυτότητας βασισμένης στη σχέση με το Άκτιστο, μιας ταυτότητας που υπερβαίνει την αδιέξοδη διαλεκτική Ατόμου-Ομάδας, έχουμε πλήρη την επίγνωση ότι ζητούμε την υπέρβαση όχι μόνο του διαλυόμενου νεωτερικού Ατόμου, αλλά και του ίδιου του Homo Sapiens. Κατά σύμπτωση την ίδια υπέρβαση, αλλά στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, αναζητά κι ο απρόσωπος συστημικός Λεβιάθαν, με τις πυρετώδεις έρευνές του πάνω στη γενετική μηχανική, τις βιολογικές μεταλλάξεις, τη νανοτεχνολογία κλπ.


4.4. Συμπέρασμα


Οι έρευνές μας προσεγγίζουν, λοιπόν, την ανανοηματοδότηση του ατομικού και του συλλογικού υποκειμένου, με βάση την εμπειρία του Προσώπου.


Μπορεί οι έρευνες αυτές να φαντάζουν, ακόμη, αλλόκοτες και χιμαιρικές. Οφείλουμε όμως να υπογραμμίσουμε ότι δεν αγνοούν καθόλου τα δεδομένα της σύγχρονης ανθρωπολογικής κρίσης, τα οποία και αποτελούν διεθνώς την αφετηρία των πιο προωθημένων μετανεωτερικών αναζητήσεων.


Αν θέλαμε να συμπυκνώσουμε σε μία φράση τα προσωρινά μας ευρήματα, για τη ζητούμενη μετανεωτερική εννοημάτωση της εθνικής ταυτότητας, θα λέγαμε: «Κοινότητα Προσώπων. Έθνος Κοινοτήτων. Κοινότητα Εθνών».

Θ. Ζιάκας
Προέλευση: Άρδην 70
Διεύθυνση: http://www.ardin.gr/page/issue.php?id=70c4047e-c454-fdc8-4a23-000025d9

Ετικέτες

4 Ιανουαρίου 2009

Σε υπερδύναμη της Ευρασίας επιχειρεί να αναδειχτεί η Άγκυρα

Το μεγάλο παιχνίδι της Τουρκίας

Κυριακή, 04.01.09

Δομική αλλαγή του δόγματος της εξωτερικής πολιτικής στα Ελληνοτουρκικά εισηγούνται έμπειροι παράγοντες της ελληνικής διπλωματίας, διαπιστώνοντας ότι η Αγκυρα απομακρύνεται από την Ευρωπαϊκή Ενωση και «μεσανατολικοποιείται».

Η ελληνική θέση παραμένει αγκυλωμένη στο «πλήρης συμμόρφωση σημαίνει πλήρης ένταξη στην Ε.Ε.», καθώς η Αθήνα αντιμετωπίζει ως πανάκεια για την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων την προσαρμογή της γειτονικής χώρας στο κοινοτικό κεκτημένο.

Η πραγματικότητα, ωστόσο, διαψεύδει τις προσδοκίες της ηγεσίας της ελληνικής διπλωματίας, που βρίσκεται εκ των πραγμάτων αντιμέτωπη με σοβαρό δίλημμα: Είτε να αναθεωρήσει την ως σήμερα στρατηγική (να «σπρώχνουμε» την Τουρκία προς την Ε.Ε., προσπερνώντας τις επιφυλάξεις των σκεπτικιστών της Ευρώπης σχετικά με το ενταξιακό ζήτημα της Αγκυρας) είτε να επιμείνει στην καλλιέργεια ψευδαισθήσεων (ότι είναι νομοτέλεια η είσοδος της Τουρκίας στην Ε.Ε.).

Η Γαλλία του Νικολά Σαρκοζί δεν έκρυψε ποτέ ότι το μόνο που μπορεί να περιμένει η Τουρκία από την Ε.Ε. είναι μία ειδική σχέση. Η κυβέρνηση Ερντογάν το έχει συνειδητοποιήσει και σε κάθε περίπτωση δεν δείχνει διάθεση εκπτώσεων προκειμένου να εκπληρωθούν τα αναγκαία κριτήρια.

Η πολιτική και η στρατιωτική τάξη, όπως όλα δείχνουν, συνεργάζονται αρμονικά στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και έχουν συμφωνήσει στην προσπάθεια ανάδειξης της Τουρκίας ως περιφερειακής υπερδύναμης στη γεωπολιτική περιοχή της Ευρασίας, με καθοριστικό ρόλο στον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή.

Απειλή για την περιοχή
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Τουρκία προχωρά ακάθεκτη στη δημιουργία πυρηνικού εργοστασίου στο Ακούγιου. Πέραν του αυτονόητου οικολογικού κινδύνου, η μετατροπή της Τουρκίας σε πυρηνική δύναμη αποτελεί πραγματικό εφιάλτη για την ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, η Αγκυρα βρίσκεται σε διάλογο με τη Συρία, διατηρεί ανοιχτό δίαυλο με το Ιράν, συνεννοείται με τους Αμερικανούς προκειμένου να αποτρέψει την τριχοτόμηση του Ιράκ, που θα προκαλέσει ανάφλεξη του Κουρδικού στο εσωτερικό της.

Την ίδια ώρα, θέτει σε εφαρμογή το δόγμα του παντουρκισμού, δρομολογώντας διάλογο με όλους τους τουρκογενείς πληθυσμούς του κόσμου, προκειμένου να ενισχύσει την επιρροή της σε τρίτες χώρες και να αναδείξει το «μεγάλο τουρκικό έθνος».

Προτεραιότητα δίνεται επίσης στη μετατροπή της χώρας σε παγκόσμιο ενεργειακό κόμβο και με αυτό το σκεπτικό ενισχύονται οι σχέσεις με τη Ρωσία αλλά και η συνεργασία με το Αζερμπαϊτζάν, την οποία πριμοδοτούν οι ΗΠΑ.

Το αμερικανικό ενδιαφέρον για την καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας και η ένταση στις σχέσεις Ινδίας-Πακιστάν αναδεικνύουν τη γεωστρατηγική αξία της Τουρκίας ως αναγκαίου συμμάχου για την ανάπτυξη οποιουδήποτε σχεδίου δράσης.

Στην Αγκυρα, άλλωστε, θα στραφεί η διοίκηση Ομπάμα, αν αποφασίσει να πιάσει το νήμα του Παλαιστινιακού, προκειμένου να επιτύχει το ιστορικά ανεκπλήρωτο. Είναι ίσως αυτή η αιτία της εθνικής αυτοπεποίθησης, που κάνει στελέχη του οικονομικού επιτελείου της Τουρκίας να υποστηρίζουν ότι η παγκόσμια κρίση δεν αγγίζει την τουρκική οικονομία, παρόλο που είναι γνωστές οι παθογένειες και τα δομικά της προβλήματα.

Αξονας
Η κυβέρνηση Ερντογάν έχει διαμορφώσει άξονα με την κυβέρνηση Γκρούεφσκι στα Σκόπια, με την οποία έχει ως κοινό τόπο την ελληνική «απειλή» και η οποία την εξυπηρετεί στην προσπάθεια διείσδυσης με όρους ισχύος στα Βαλκάνια.

Στο Κυπριακό, η τουρκική πλευρά εμφανίζεται στο προσκήνιο πρόθυμη για λύση και στο παρασκήνιο επιμένει στο σχέδιο Ανάν, που απορρίφθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων, ενώ προσπαθεί να αναδείξει το αναπόφευκτο της αναγνώρισης του ψευδοκράτους, εφόσον το αδιέξοδο παραμείνει και η διχοτόμηση παγιωθεί. Προς αυτή την κατεύθυνση, η τουρκική διπλωματία εργάζεται δραστήρια στο πλαίσιο του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης προκειμένου να επιτύχει καθολική στήριξη.

Το βλέμμα των στρατηγών είναι σταθερά στραμμένο στο Αιγαίο, το οποίο αντιμετωπίζουν ως χώρο ζωτικών συμφερόντων. Η μέθοδος που ακολουθούν τους τελευταίους μήνες προκειμένου να αμφισβητήσουν το νομικό καθεστώς στο Αιγαίο είναι οι συνεχείς και επίμονες υπερπτήσεις σε νησιά, τα οποία «δείχνουν» ως γκρίζες περιοχές.

Στην ιστοσελίδα του τουρκικού γενικού επιτελείου στρατού έχει συγκεντρωθεί μία κρίσιμη πρώτη ύλη με δήθεν παραβιάσεις του τουρκικού εθνικού εναέριου χώρου από ελληνικά μαχητικά και των τουρκικών χωρικών υδάτων από ελληνικές ακταιωρούς. Ιδιαίτερη επιμονή εκφράζεται από την απέναντι πλευρά στον 25ο μεσημβρινό, τη νοητή γραμμή που τέμνει το Αιγαίο στα δύο.

Αν συνυπολογίσει κανείς το θρίλερ διαρκείας με την προώθηση λαθρομεταναστών στα ελληνικά χωρικά ύδατα, τις έρευνες εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας χωρίς άδεια και τις προκλήσεις με τις οποίες απαντούν στις πετρελαϊκές έρευνες που επιχειρεί η Κυπριακή Δημοκρατία, έχει τον πλήρη ορισμό που δίνει η τουρκική διπλωματία στην «ύφεση», που -τυπικά- αποτελεί κεντρική επιδίωξη των κυβερνήσεων Καραμανλή και Ερντογάν.

Ενα χρόνο πριν, ο Ελληνας πρωθυπουργός ξεπέρασε στερεότυπα δεκαετιών και πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Τουρκία, με την αισιοδοξία ότι θα γίνει ένα σοβαρό βήμα προόδου. Πρόοδος δεν υπήρξε. Ο διάλογος για τα ζητήματα του Αιγαίου είναι αποτελματωμένος, γιατί η τουρκική πλευρά διατυπώνει σε κάθε ευκαιρία ισχυρισμούς που θίγουν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.

Παράλληλα, αναπτύσσεται συστηματική πολιτική κηδεμόνευσης της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, όπου ενθαρρύνεται η δημιουργία «τουρκικών συλλόγων», οι οποίοι βάσει καταστατικού δεσμεύονται να φτιάξουν νοσοκομεία, νηπιαγωγεία και άλλα κοινωφελή ιδρύματα για τους μουσουλμάνους της περιοχής. Προωθούν, δηλαδή, την ιδέα και τη λογική της αυτονομίας.

Αυτά είναι τα κεντρικά επιχειρήματα των παραγόντων της ελληνικής διπλωματίας που επιμένουν ότι απαιτείται αναθεώρηση του δόγματος στα Ελληνοτουρκικά. Το ΠΑΣΟΚ, μέσω του εκπροσώπου του, Ανδρέα Λοβέρδου, έχει προτείνει ήδη επανεξέταση των βασικών κατευθύνσεων της πολιτικής στα εθνικά θέματα και, συνεπώς υπάρχει έδαφος για επίτευξη συναίνεσης, εφόσον καταλήξει σε μια τέτοια απόφαση η κυβέρνηση.


ΣΠΑΝΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ

Ελεύθερος Τύπος

Ετικέτες

2 Ιανουαρίου 2009

Η Παλαιστίνη και το Ισραήλ

Το μακελιό της Γάζας

του Γιώργου Μπατζά



Το Ισραήλ και πάλι αιματοκύλησε τον άμαχο πληθυσμό των Παλαιστινίων μη λαμβάνοντας υπόψη τις άγιες μέρες των χριστιανών αλλά ούτε και τη Πρωτοχρονιά.
Μπορούμε να πούμε ότι οι νεκροί έχουν ξεπεράσει τους τριακοστούς. Αυτή είναι η χώρα που πρωταγωνιστεί μαζί με τις ΗΠΑ για τα ανθρώπινα δικαιώματα και υποστηρίζει τον σεβασμό στην ετερότητα. Αλλά δυστυχώς στην πράξη εφαρμόζει τα χειρότερα από αυτά που έκανε το χιτλερικό ναζιστικό καθεστώς στους λαούς της Ευρώπης αλλά και στους ίδιους τους Εβραίους. Είναι γνωστό ότι οι εξτρεμιστές της Χαμάς από την περιοχή της Γάζας προκάλεσαν αυτή την κατάσταση. Δεν υπάρχει διαφορά ως προς την πρακτική της Χαμας και του Ισραήλ και οι δύο πλευρές σφυροκοπάνε τους αμάχους.
Οι σύγκρουση βέβαια είναι τελείως άνιση. Το Ισραήλ βασίζεται στις ΗΠΑ και είναι σχεδόν τέλεια οργανωμένο το κράτος του και δεν διστάζει να πνίγει στο αίμα τους άμαχους Παλαιστινίους. Το ίδιο κάνει και η Χαμάς με βομβιστικές της επιθέσεις στο Ισραήλ.
Ο πρόεδρος των Παλαιστινίων Μαχμούντ Αμπάς άσκησε έμμεση κριτική στη Χαμάς. Δήλωσε ότι τους είχε προειδοποιήσει να μην σπάσουν την εύθραυστη εκεχειρία. Έτσι ξεκίνησε το μακελειό με την δολοφονία αμάχων Παλαιστινίων από τους βομβαρδισμούς των Ισραηλινών.
Η Τουρκία αυτή την περίοδο έπαιζε διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ Συρίας και του Ισραήλ. Αλλά μετά από τους βομβαρδισμούς του Ισραήλ αναβλήθηκαν αυτές οι πρωτοβουλίες.
Το ερώτημα είναι αυτοί οι πιλότοι που βομβαρδίζουν την Γάζα εκπαιδεύονται σίγουρα στην περιοχή του Ικονίου της Ανατολής.
Ποια χώρα υποβοηθά στις σχέσεις του Ισραήλ με την Ιορδανία και την Αίγυπτο σίγουρα η Τουρκία.
Έναντι του Αρμενικού λόμπι στην Αμερική ποιο είναι το ισχυρότερο λόμπι το Εβραικό.
Και για αυτό οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ είναι πολύ ευαίσθητες, παρόλο που της Άγκυρας ο λόγος εισακούεται στον ισλαμικό κόσμο δεν μπορεί να κάνει πολλά. Διότι είναι αντιφατική αυτή η σχέση.
Από την εποχή του Κλίντον να σημειώσουμε ότι έγιναν κάποια βήματα θετικά για τους Παλαιστινίους, κυρίως η ειρηνευτική συμφωνία του Οσλο. Όπως αργότερα η εκκένωση της περιοχής της Γάζας από τους Ισραηλίτες που θεωρείται σημαντικό βήμα.
Χονδρικά να περιγράψουμε την πολιτική κατάσταση που υφίσταται είναι ότι στην πλευρά των Παλαιστινίων, άτυπα υπάρχουν δυο ειδών Παλαιστινιακές διοικήσεις της Φατάχ και της Χαμάς και από την άλλη το οργανωμένο Ισραηλινό κράτος.
Φαίνεται ότι το Ισραήλ διανύει μια δύσκολη περίοδο. Η Δημοκρατία του μπορεί να πάει περίπατο λόγω των εμπόλεμων καταστάσεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Για το Ισραήλ, αυτό που μπορεί να θεωρηθεί απειλή είναι οι Σιίτες που πλειοψηφούν στο Ιράκ, η Χεζμπολλάχ στο Λίβανο, η Χαμάς στην Παλαιστίνη, και οι μεγάλες δηλώσεις του προέδρου του Ιράν για τον αφανισμό του Ισραήλ και το πυρηνικό "εξοπλιστικό" του πρόγραμμα. Αν συμπεριλάβουμε και το δημογραφικό πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει μελλοντικά, θα αποτελέσει σοβαρούς κινδύνους για την ίδια την υπάρξει του.
Όλα αυτά ισχύουν εφόσον συνεχίζει το Ισραήλ να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Παλαιστίνιους μελλοντικούς συγκάτοικους του, κατά προέκταση με τον ισλαμικό κόσμο και γενικότερα με τον Αραβικό.
Όλη αυτή η κατάσταση που επικρατεί στον χώρο της Μέσης-Ανατολής εντάσσεται προφανώς στην πολιτική φιλοσοφία της "σύγκρουσης πολιτισμών" που γενικότερα "υποβαθμίζει τον Αραβικό κόσμο" αυτή η θέση και τίθεται ζήτημα ύπαρξης του κράτους αυτού από τους ιθύνοντες προφανώς Ισραηλίτες. Κάτω από αυτό το πρίσμα της συγκεκριμένης πολιτικής φιλοσοφίας δεν δύναται να βρεθεί λύση για συγκατοίκηση των δυο εθνών εντός του 2009.

Ετικέτες