25 Φεβρουαρίου 2009

''Ο Κοραής και η φιλοσοφία του Ευρωπαικού Διαφωτισμού"

http://rapidshare.com/files/202532089/___________________________________________________.doc.html

 Δημοσιεύουμε στην μνήμη του Π. Κονδύλη

ένα μέρος από το δοκίμιο του ''Ο Κοραής και η φιλοσοφία

του Ευρωπαικού Διαφωτισμού" 

Ετικέτες

22 Φεβρουαρίου 2009

Το κώμα, τα κόμματα και η ευθανασία

 
Tου Xρηστου Γιανναρα 

«Δεν έχουμε να κερδίσουμε πολλά από την ερώτηση: πόσα χιλιόμετρα μακριά από τη γη είναι το φεγγάρι ή ποια η συνταγή για να παρασκευάσουμε υδροχλωρικό οξύ. Γνωρίζουμε οριστικά τις απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα και ο οριστικός χαρακτήρας αυτής της γνώσης φανερώνει πόσο ανούσια και τελικά πόσο ασήμαντη ήταν η αρχική μας ερώτηση. Αντίθετα, ό,τι αξίζει να ερωτηθεί είναι κυριολεκτικά ανεξάντλητο. Δεν υπάρχουν τελικές απαντήσεις, οριστικές, στο ερώτημα για το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης ή για το νόημα μιας σονάτας του Μότσαρτ ή για τη σύγκρουση της ατομικής συνείδησης με τους κοινωνικούς εξαναγκασμούς. Ο,τι είναι άξιο να ερωτηθεί καταξιώνει το ερώτημα και αυτόν που το θέτει, αναδείχνει τη διαδικασία της ερώτησης και της απόκρισης σε συνεχώς ανανεούμενο διάλογο, σαν μουσική αντίστιξη. Ακόμη και αν δεν μπορεί να υπάρχει τέλος στο να ρωτάς για τα καίρια και μόνο το να θέτεις ερωτήματα δεν είναι άσκοπο. Αυτή η περιπλάνηση, λέει ο Χάιντεγγερ, το μακρύ ταξίδι προς ό,τι αξίζει να το ρωτάς, δεν είναι περιπέτεια είναι παλιννόστηση. Ο άνθρωπος έτσι επιστρέφει, με το κεφάλι ψηλά, οίκαδε στο αναπάντητο».

Το κείμενο είναι του George Steiner, απόσπασμα από το βιβλίο του «Χάιντεγγερ», που πρόσφατα εκδόθηκε και στα ελληνικά (από τις Εκδόσεις Πατάκη). Κατέφυγα σε αυτό, όταν διάβασα ένα θαυμάσιο κομμάτι του Αντώνη Καρκαγιάννη, στην «Καθημερινή» (11-2-2009) για την Ευθανασία. Εγραφε ο Καρκαγιάννης: «Για να δεχθεί κανείς την ευθανασία απαιτείται μια θεμελιώδης παραδοχή που δεν είναι εύκολη: ότι έρχεται από το Πουθενά και οδεύει προς το Τίποτα. Χωρίς αυτήν την παραδοχή η ζωή δεν του ανήκει, ανήκει σε άλλον. Εχει την ευθύνη να τη διαχειριστεί, αλλά δεν έχει το δικαίωμα να ορίσει την αρχή και το τέλος της».

Προτού προχωρήσω στη συσχέτιση των δύο κειμένων, θα μου συχωρέσει ο αναγνώστης μια παρένθεση: Από τις τυραννίες που μας επιβάλλει ο εκφαυλισμός του πολιτικού συστήματος στη σημερινή Ελλάδα είναι η αναπόφευκτα συνεχής ενασχόλησή μας μαζί του. Δεν υπάρχει περιθώριο να καταπιαστούμε με τα ουσιώδη της ζωής (το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης ή το νόημα μιας σονάτας του Μότσαρτ) όταν οι πολιτικοί ληστεύουν το μεροκάματό μας, ασελγούν στο σχολειό των παιδιών μας, μας στερούν την ανθρώπινη μεταχείριση στην αρρώστια μας. Ξεχνάμε ή παρακάμπτουμε τα ερωτήματα για τη ζωή και τον θάνατο, όταν μέρα νύχτα κατακλυζόμαστε από το ψέμα ή την κενολογία των αρχόντων μας και ξέρουμε ότι διαπομπεύουν την πατρίδα μας, προσβάλλουν ό,τι σημαίνει το όνομά της για τον πολιτισμό, ακυρώνουν κάθε ενδεχόμενο να αμυνθεί σε επιβουλές.

Στη χώρα όπου αρθρώθηκε για πρώτη φορά οντολογικός προβληματισμός (το ερώτημα για το «νόημα», δηλαδή την αιτία και τον σκοπό της ύπαρξης και των υπαρκτών) τα άξια να τεθούν ερωτήματα είναι περίπου απαγορευμένα: Η ωμή ιδεολογική τρομοκρατία που ασκεί στα πανεπιστήμια, τριάντα χρόνια τώρα, το κόμμα του κ. Αλαβάνου, τα αποκλείει. Η στρατωνισμένη σκέψη, η μονοτροπία του Ιστορικού Υλισμού και η συνακόλουθη καταναλωτική αξιολόγηση της ζωής επιβάλλουν πια ως καθολικό κανόνα την εμπορευματοποίηση του πολιτικού λόγου, την καφρική «λαϊκότητα» της τηλεοπτικής μαστροπείας, τον συναγωνισμό των εφημερίδων για «light» πληροφόρηση (δηλαδή εξηλιθίωση) της μάζας.

Μοιάζει χαμένη στην ελλαδική κοινωνία η συναρπαστική «περιπλάνηση» που κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο, το μακρύ ταξίδι προς ό,τι αξίζει να το ρωτάς. Δεν ξεχνώ την εικόνα: ήταν ένα «στρογγυλό τραπέζι» σε ιατρικό συνέδριο και θέμα του η «ευθανασία». Οι γιατροί μιλούσαν τη γλώσσα των νομικών και οι νομικοί πάλευαν για τη μοιρασιά οριοθετημένης ευθύνης. Ολοι ζητούσαν μετρημένες δικαιοδοσίες και δικαιώματα, ωσάν να επρόκειτο για την απόσταση της σελήνης από τη γη ή για τη συνταγή παραγωγής υδροχλωρικού οξέος. Ακόμα και ο παπάς στο πάνελ το «δικαίωμα» επέσειε σαν ακαταμάχητο επιχείρημα: «Δεν έχουμε δικαίωμα να διακόψουμε τη ζωή που μας έδωσε ο Θεός»!

Ο Αντώνης Καρκαγιάννης μιλάει για προαπαιτούμενη θεμελιώδη παραδοχή, που μόνο αυτή θα δικαιολογούσε την ευθανασία: ότι ο άνθρωπος έρχεται από το Πουθενά και οδεύει προς το Τίποτα. Και πολύ σωστά τη χαρακτηρίζει «καθόλου εύκολη». Γιατί η παραδοχή του Πουθενά και του Τίποτα δεν είναι μόνο ένας αφόρητος δογματισμός, απριορισμός που αποκλείει κάθε ερώτημα. Είναι και αξιωματική παραδοχή απόλυτης αλογίας του υπαρκτού και της ύπαρξης, οριστική παραίτηση από την κριτική σκέψη, τη δημιουργική περιέργεια, την παλιννόστηση του ανθρώπου στην ανθρωπιά του, δηλαδή στα ανοιχτά ερωτήματα.

Σε εκείνο το «στρογγυλό τραπέζι» για την ευθανασία μού γεννήθηκε, θυμάμαι, παιγνιώδης η περιέργεια: Αν συμφωνούσαμε να αποκλείσουμε από τη συζήτηση τη λέξη «δικαίωμα», σε ποιαν άλλη θα μπορούσαμε να βρούμε ένα «πα στω», μέτρο ή κριτήριο για να αξιολογήσουμε ως επιλογή την ευθανασία; Και η δική μου όσφρηση με οδηγούσε στα όσα σημαίνονται με τη λέξη «σχέση». Είναι η μόνη που μπορεί να παραπέμπει σε «νόημα» της ύπαρξης και του υπαρκτού, χωρίς να εξαντλεί το «νόημα» στη νοητική του σύλληψη.

Γνωρίζουμε και πραγματώνουμε την ύπαρξη μόνο ως σχέση. Παίρνουμε οξυγόνο, παίρνουμε τροφή, νερό – υπάρχουμε όσο λειτουργεί αυτή η σχέση - πρόσληψη. Αυτό που είναι ο άνθρωπος, η απόλυτη ετερότητα, το μοναδικό, το ανόμοιο και ανεπανάληπτο του κάθε ανθρώπου, πραγματώνεται και γνωρίζεται μόνο μέσω των ενεργημάτων του που καλούν σε σχέση και συγκροτούν σχέση. Είναι η φωνή, το βλέμμα, το χαμόγελο, οι χειρονομίες, η χάρη της κίνησης, το ξεχωριστό της σκέψης, της κρίσης, της φαντασίας – ενεργήματα που επιτρέπουν την εμπειρική μετοχή στη μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου, συγκροτούν τη γνώση ως σχέση. Μαζί (ή κυρίως) τα ποιητικά ενεργήματα: οι κατασκευές του τεχνίτη, η μουσική του μουσουργού, η ζωγραφιά του ζωγράφου, το ποίημα του ποιητή.

Αλλος ο πόνος όταν κάποιος μάς κρατάει το χέρι και άλλος ο πόνος στη μοναξιά, στην εγκατάλειψη. Αλλη η γεύση του θανάτου, άλλη και η προσδοκία του θανάτου όταν μένει ανοιχτό το ερώτημα (ανοιχτό στην ελπίδα): αν η ύπαρξή μας είναι (όχι μόνο γνωρίζεται) ως σχέση, αν καταγωγική της αφετηρία είναι μια σχέση: κλήση «εκ του μη όντος εις το είναι» κλήση αγάπης, δηλαδή πρόκληση ελευθερίας. Αν μπορούμε να βιώνουμε την ύπαρξη ως εμπιστοσύνη.

Τα ανοιχτά ερωτήματα, ανοιχτά στην ελπίδα, είναι παλιννόστηση στην ανθρωπιά μας, στο «κυρίως ανθρώπινον»: Παλιννόστηση στη σχέση ως ερωτική ανταπόκριση, ως εμπιστοσύνη. Αν «απαντηθούν» τα ερωτήματα, υποκατασταθούν με βεβαιότητες, με πεποιθήσεις, τότε η δυναμική της ελπίδας, το άθλημα της εμπιστοσύνης, δίνουν τη θέση τους στην ιδεολογία, στον ψυχολογισμό, στην εγωκεντρική θωράκιση. Σήμερα ο παρακμιακός Ελληνισμός του ελλαδικού κρατιδίου μιλάει για «πίστη» και καταλαβαίνει «πεποιθήσεις», ακούει για «μεταφυσική» και λογαριάζει «ιδεολογία».

Δεν ξέρω τι μορφές μπορεί να πάρει μια συλλογική ευθανασία όταν ένας ολόκληρος λαός βρίσκεται σε επιθανάτιο κώμα τόσες δεκαετίες. Ισως τα σωληνάκια τα αποσυνδέσουν κάποια στιγμή και δώσουν τέλος στην υποτυπώδη ιστορική μας επιβίωση οι ορδές των κουκουλοφόρων του κ. Αλαβάνου.


Hμερομηνία : 22/2/09  
Copyright: http://www.kathimerini.gr 

Ετικέτες

17 Φεβρουαρίου 2009

Το Κυπριακό Ζήτημα του Ν. Ψυρούκη

http://rapidshare.com/files/199232434/_____________________________________.___.doc.html

7 Φεβρουαρίου 2009

Οι Τούρκοι δακρύζουν για τα Σεπτεμβριανά

TA NEA online
Μια ταινία για τα γεγονότα του 1955 ξυπνά μνήμες και ανοίγει συζητήσεις
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

«Θα ήθελα να αντικρύσω έστω και έναν από τους λαφυραγωγούς. Είμαι περίεργος να δω τι αισθάνθηκαν, όταν είδαν την ταινία. Νομίζω ότι όλοι τους αισθάνθηκαν ντροπή»! Ο Γιλμάζ Καράκογιουνλου, ο συγγραφέας του βιβλίου «Φθινοπωρινός Πόνος», ήταν από τους πρώτους Τούρκους που μίλησαν για τα Σεπτεμβριανά.
Το βιβλίο του μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και οι αίθουσες γέμισαν.

«Η ταινία είναι ακριβώς όπως το βιβλίο μου», λέει στα «ΝΕΑ» ο συγγραφέας του βιβλίου «Φθινοπωρινός Πόνος» (G z SancΙsΙ) το οποίο κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Τσουκάτου. Την ομώνυμη ταινία σκηνοθέτησε η γνωστή στην Τουρκία Τομρίς Γκιριτλίογλου, η οποία δηλώνει στα «ΝΕΑ» ότι η ταινία προβάλλεται εδώ και δύο βδομάδες στους τουρκικούς κινηματογράφους και όχι μόνο δεν υπήρξαν αντιδράσεις, αλλά οι θεατές τη στηρίζουν θερμά.

Κατά τα Σεπτεμβριανά, τα γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955 στην Κωνσταντινούπολη εναντίον των Ρωμιών, ο Γιλμάζ Καράκογιουνλου ήταν 19 ετών, φοιτητής. «Ήμουν μάρτυρας των γεγονότων και με επηρέασαν βαθιά. Έγραψα αυτά που είδα...», λέει ο Τούρκος συγγραφέας, ο οποίος διετέλεσε μάλιστα και υπουργός της κυβέρνησης του Μπουλέντ Ετζεβίτ. Εκείνη την ημέρα ο Γιλμάζ Καράκογιουνλου ήταν στην οδό Μεσρουτιγέτ του Πέρα, μπροστά από τα ξενοδοχεία «Μπριστόλ» και «Λόντρα». Άκουσε φασαρία και έτρεξε προς την Ιστικλάλ. Εκεί είδε τις βιαιότητες να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του και έφριξε. Ψυγεία έπεφταν από τον πέμπτο όροφο. Λεηλασίες στα καταστήματα. Ένας 16χρονος νέος χτυπούσε με ένα ξύλο μια γυναίκα. Σήμερα αυτός ο 16χρονος θα είναι 70 ετών και θέλει να τον ρωτήσει: «Μα δεν ντρέπεσαι;» Το Κυπριακό. Η ταινία εστιάζει στον έρωτα του Μπαχτσέ για την Έλενα, μια πόρνη Ρωμιά η οποία ζει με την παραμάνα της στο Πέρα. Τα βράδια ο Μπαχτσέ την παρακολουθεί από το παράθυρό του. Είναι εθνικιστής και ετοιμάζεται να παντρευτεί την κόρη του προέδρου της κοινότητας «η Κύπρος είναι τουρκική». Ο Μπαχτσέ επικρίνει τον καλύτερο φίλο του Σουάτ, ο οποίος είναι αριστερός και βλέπει από άλλη σκοπιά το Κυπριακό. Ετοιμάζει ακόμη και τη λίστα με τους αριστερούς της Νομικής Σχολής, στην οποία φοιτά όπως ακριβώς του ζήτησε ο μέλλων πεθερός του. Αποφεύγει να εντάξει το όνομα του καλύτερου φίλου του, αλλά όταν ο μέλλων πεθερός του το προσθέτει στη λίστα ο Μπαχτσέ δεν βγάζει άχνα. Η σύγκρουση με τον εαυτό του αρχίζει, όταν βλέπει τον Σουάτ να ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου από τους γνωστούς-αγνώστους μπροστά στα μάτια του. Ούτε και τότε, όμως, αντιδρά. Δεν καταφέρνει να αντιδράσει ούτε και όταν μια ομάδα εθνικιστών διαδηλωτών επιτίθεται στην αγαπημένη του Έλενα. Ο έρωτάς τους κορυφώνεται την ημέρα των μεγάλων λεηλασιών. Εκείνη τη μέρα ο Μπαχτσέ επιτέλους αναλαμβάνει δράση. Τα βάζει με τους λαφυραγωγούς φίλους του. Είναι όμως πια πολύ αργά...

LΙΝΚ:
● http://www.guzsancisi.net/

ΕΙΠΕ


Τομρίς Γκιριτλίογλου

Η σκηνοθέτις

Γιλμάζ Καράκογιουνλου
Η Τουρκία και οι Τούρκοι καλλιτέχνες ξέρουν πάντα να έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με την ιστορία τους Γιλμάζ Καράκογιουνλου
Ο συγγραφέας

Ήμουν 19 ετών όταν είδα τις βιαιότητες να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του. Το ξύλο, οι λεηλασίες. Έφριξα.
Οι καταστροφές με μια ματιά


● Σε στρατηγικά σημεία του κέντρου της Κωνσταντινούπολης φορτηγά εξόπλιζαν εργάτες και φοιτητές με στειλιάρια, λοστούς, τσεκούρια και πετρέλαιο ●Οι επικεφαλής του όχλου είχαν λίστα με σπίτια και καταστήματα ●Οι καταστροφείς ήταν συντεταγμένοι και ακολουθούσαν εντολές ●Όπου υπήρχε κίνδυνος να Οι τρεις φάσεις των λεηλασιών
γίνει λάθος, είχαν μαρκάρει από πριν το σπίτι με Χ Οι τρεις φάσεις των λεηλασιών
Το πρώτο κύμα διαδηλωτών έσπαγε πόρτες, τζάμια, ρολά Το δεύτερο κύμα κατέστρεφε το εσωτερικό σπιτιών και μαγαζιών (τα εμπορεύματα τα πέταγαν στον δρόμο) Το τρίτο κύμα έβαζε φωτιά και κατέστρεφε ό,τι είχε απομείνει
«Ανοίγει η πόρτα για ένα “συγγνώμη”»


Έπειτα από 54 χρόνια οι Τούρκοι αρθρογράφοι συμφωνούν ότι τα Σεπτεμβριανά ήταν μία από τις πιο μελανές σελίδες της ιστορίας τους. «Υπάρχουν τόσες κακοφωνίες για τις οποίες το τουρκικό κράτος οφείλει να ζητήσει συγγνώμη. Η ταινία αυτή ανοίγει την πόρτα...», σχολιάζει ο Ουγούρ Βαρντάν της «Ραντικάλ». Οι αίθουσες του σινεμά που προβάλλουν την ταινία γεμίζουν. Τούρκοι, Ρωμιοί, Αρμένιοι παρακολουθούν την ταινία και φεύγουν με βουρκωμένα μάτια. «Ντροπή», ψελλίζουν οι πιο πολλοί. Όσο για τους εθνικιστές, δεν αντέδρασαν καθόλου. «Η Τουρκία και οι Τούρκοι καλλιτέχνες ξέρουν πάντα να έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με την ιστορία τους. Ο τουρκικός κινηματογράφος είναι γεμάτος από τέτοια παραδείγματα. Περιμένουμε την ίδια ευαισθησία και από τις ευρωπαϊκές χώρες», μου λέει η σκηνοθέτιδα.


Μέσα σε 9 ώρες λεηλατήθηκαν:


4.500μαγαζιά

3.500σπίτια

90ναοί

41σχολεία

8εφημερίδες

2νεκροταφεία Πηγή: Το βιβλίο «Ο μηχανισμός της Καταστροφής, Το τουρκικό πογκρόμ στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955», του διεθνούς φήμης βυζαντινολόγου Σπύρου Βρυώνη, που κυκλοφόρησε το 2005 από τις Εκδόσεις greekworks. com
http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artId=4500882

RSS FEEDS | ©2008 Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη A.E

Ετικέτες

2 Φεβρουαρίου 2009

Ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι

Λουκάς Αξελός*

Η ιστορία επαναλαμβάνεται


Είκοσι χρόνια μετά το πανηγυρικό εκείνο τεύχος 17-18, που το 1987 τα «Τετράδια» κυκλοφόρησαν με αφορμή τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Γκράμσι, έχοντας συρθεί στην άκρη του δρόμου με δεδομένα τα συντριπτικά κατάγματα που ως καθόλου αριστερά έχουμε υποστεί από το πέρασμα του νεοταξικού οδοστρωτήρα την τελευταία εικοσαετία, διαπιστώνουμε έκπληκτοι, για μιαν ακόμη φορά, ότι αντί του τέλους της ιστορίας η ιστορία επαναλαμβάνεται από την αρχή.

Κάπου εδώ εντάσσεται και ως υποσύνολο και η επανάκαμψη στον Γκράμσι και η προσπάθεια μιας εκ νέου αναγνώσεώς του1, γεγονός που με τον Α ή Β τρόπο αποδεικνύει και στο επίπεδο αυτό την ανεπάρκεια, αλλά και την αφέλεια των ποικίλων νεοταξικών – μεταμοντέρνων «θεωριών» για το Τέλος της Ιστορίας.

Ατενίζοντας, λοιπόν, έστω και εν τω μέσω πολλαπλών καταγμάτων, με συγκρατημένη αισιοδοξία, την ούτως ή άλλως θετική αυτή εξέλιξη, δεν πρέπει να παρασυρθούμε σε γενικεύσεις αλλά να συνειδητοποιήσουμε ότι αν δεν δούμε τις εξελίξεις στις πραγματικές τους διαστάσεις είμαστε καταδικασμένοι να «πληρώνουμε έτσι την χτεσινή μας ελαφρότητα, την χθεσινή μας επιφανειακότητα».2

Και μια πραγματική, αλλά και καθοριστική για το θέμα μας παράμετρος είναι – κατά την γνώμη μου – το δεδομένο (και ως αποτέλεσμα της αλλαγής στην εικοσαετία που πέρασε) ότι η πλειοψηφική, η κυρίαρχη θα έλεγα, μερίδα της σημερινής αριστερής διανόησης, αποτελείται από μεταλλαγμένους αριστερούς, στους οποίους τα αριστερά ράκη του παρελθόντος δεν μπορούν πλέον να επικαλύψουν την καινούργια πραγματικότητα που συνιστά ο νέος τύπος του επαρχιώτη μικροευρωπαίου, μεταστάντος κοινωνικά και σταδιακά μεταλλαγμένου συνειδησιακά, πρώην αριστερού.

Η υποτίμηση της πραγματικότητας αυτής μας καθιστά αδύναμους στο να αντιμετωπίσουμε όχι απλώς το φαινόμενο του μεταμορφισμού3 που έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις στις μέρες μας, αλλά – κυρίως – τις αλλοιώσεις και πλαστογραφίες που επιχειρούν και επιφέρουν οι με δίπλωμα αριστερού χειρούργου εμφανιζόμενοι εκπρόσωποί του, σε ένα ανερμάτιστο κοινό που η έλλειψη κριτηρίων και αντιλόγου το καθιστά ανίκανο να διακρίνει το φυσικό πρόσωπο από το φρανκενσταϊνικά μεταλλαγμένο υποκατάστατό του.




Αναγνώσεις που αποφεύγουν την ανάγνωση


Είναι ακριβώς, λοιπόν, τα παραπάνω που μετά σαράντα, σχεδόν, χρόνια, ενασχόλησης με τον Γκράμσι, με οδηγούν στο να επανέλθω, με αφορμή τα εβδομηντάχρονα, σε κάποια βασικά, αυτονόητα υπό άλλες συνθήκες, στοιχεία της καθόλου προσωπικότητάς του, που για τους λόγους που προανέφερα και όχι μόνον, τείνουν να απομειωθούν, παρακαμφθούν ή και αποσιωπηθούν από πολλούς από τους σημερινούς νέας κοπής αναγνώστες του γκραμσιανού έργου.

Θεωρώντας δεδομένο ότι ένα μεγάλο μέρος της όποιας επιχειρηματολογίας έχει δοθεί στο παρελθόν, θα σταθώ συνοπτικά σε κάποιες – ουσιαστικές κατά την γνώμη μου – επισημάνσεις, έχοντας επίγνωση για το μερικό του εγχειρήματος.

Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε κάτι, που εγώ το θέτω ως προαπαιτούμενο σε κάθε ουσιαστική συζήτηση που γίνεται περί Γκράμσι. Ο Γκράμσι μπορεί να χρήζει ή να έχει την δυνατότητα πολλών, ενδεχομένως, αναγνώσεων. Είναι γεγονός ότι γίνονται διάφορες αναγνώσεις του Γκράμσι· πάντως, για κάποιον που σοβαρά θέλει να προσεγγίσει και με σεβασμό το έργο του, ο Γκράμσι δεν επιδέχεται πολλές αναγνώσεις σε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η βαθιά του πεποίθηση για την σύνδεση της ηθικής με την πολιτική. Ο Γκράμσι λόγω και έργω είναι τελείως εχθρικός σε μία αμοραλιστική προσέγγιση της πολιτικής. Γι’ αυτόν η ηθική και η πολιτική όπως αποτυπώνεται και σε διάφορα κείμενά του4, αποτελεί μία από τις κολώνες της σκέψης του. Το πρώτο λοιπόν στοιχείο που δεν επιδέχεται παρερμηνείες, ανεξάρτητα από το ότι γίνονται προσπάθειες να παρερμηνευτεί είναι αυτό. Το δεύτερο στοιχείο που επίσης δεν επιδέχεται καμία παρερμηνεία είναι η σύνδεση θεωρίας και πράξης. Στον Γκράμσι δεν υπάρχει αποσύμπλεξη της θεωρίας από την πράξη παρ’ όλο που υπήρξε και είναι ένας πολύ μεγάλος θεωρητικός. Αν λοιπόν συμφωνήσουμε σε αυτά έχουμε μία βάση για να συμφωνήσουμε ή και να διαφοροποιηθούμε στο ζήτημα της ερμηνείας στα υπόλοιπα, τα επιμέρους.

Είναι, πράγματι, γεγονός ότι το έργο του χρήζει πολλαπλών ενδεχομένως προσεγγίσεων, λαμβανομένου και του πραγματικού γεγονότος ότι έγραψε κάτω από πολύ ιδιόρρυθμες συνθήκες σε μία σχεδόν κρυπτογραφική γλώσσα, (για παράδειγμα δεν υπάρχει πουθενά η λέξη «μαρξισμός», ο μαρξισμός είναι «η φιλοσοφία της πράξης»). Η αδυναμία λοιπόν, λόγω των συνθηκών φυλάκισης να δώσει ένα ολοκληρωμένο έργο που να δένει αυτό το οποίο διατυπώνει με την ίδια την πραγματικότητα διαμορφώνει όντως μίαν αφαιρετικότητα στο έργο του, που δίνει την δυνατότητα σε διαφορετικές ερμηνείες.

Αν θέλουμε όμως να προσεγγίσουμε έντιμα τον Γκράμσι, θα δούμε ότι ο Γκράμσι είναι πάρα πολύ σαφής και πολύ καθαρός εκεί που μπορεί να μιλήσει καθαρά. Δηλαδή ο Γκράμσι, ναι μεν έγραψε την πλειοψηφία του έργου του στην φυλακή, έγραψε όμως κι έργο εκτός φυλακής. Θα έπρεπε, λοιπόν, οι όψιμοι ερμηνευτές του να γνωρίζουν ότι στο "Ordine Nuovo" κ.λπ., στα κείμενά του δηλαδή που δημοσίευσε εκτός των φυλακών, δεν υπάρχει καθόλου «θολούρα» ή «σύγχυση» και κατ’ επέκταση δυνατότητα διαφορετικής ερμηνείας του έργου του. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι μία κατηγορία μελετητών του Γκράμσι αποσυμπλέκουν την πρώτη του περίοδο από την δεύτερη, ενώ το έργο του Γκράμσι είναι ενιαίο. Ο Γκράμσι δεν έκανε καμία αποκήρυξη των γραπτών του, όπως λ.χ. ο Καβάφης κάποιων ποιημάτων του, και μόνο σ’ αυτή την διαλεκτική σχέση μπορούμε να δούμε το όποιο του έργο.

Η ιστορία ιδεολογικής του χρήσης είναι, ασφαλώς, πολύ παλιότερη. Η αφετηρία μπορεί να αναζητηθεί ακόμα και σε κάποιους από τους ίδιους του συντρόφους του· όμως ως κύρια παρέμβαση θα μπορούσε να θεωρηθεί εκείνη που επεχείρησε το, θνησιγενές ιστορικά, αυτοχαρακτηριζόμενο ευρωκομμουνιστικό ρεύμα.

Η παρέμβαση του ρεύματος αυτού δεν έγινε – φυσικά σε κενόν αέρος. Ασφαλώς ένα τμήμα του ρεύματος αυτού στηρίχθηκε σε κάποια σημεία που και ο ίδιος ο Γκράμσι τα έθετε και τα θεωρούσε ας πούμε σημαντικά όσον αφορά την καθόλου προβληματική του. Πράγματι ο Γκράμσι έθεσε ένα σύνολο από ζητήματα τα οποία στη συνέχεια τα δανείστηκε ή τα χρησιμοποίησε, το ευρωκομμουνιστικό κίνημα, αποσυμπλέκοντάς τα όμως από τα άλλα. Δηλαδή, η κατ’ εξοχήν σύλληψη του Γκράμσι ότι απέναντι σ’ έναν τέτοιο πανούργο, πολυμήχανο και πάνοπλο αντίπαλο χρειάζεται να αντιτάξεις ένα εξίσου πολυμήχανο αντίρροπο δέος κουλτούρας, ότι ο σοσιαλισμός ταυτίζεται με μία λογική πολιτισμού, με μία λογική κουλτούρας και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτήν, ότι δεν είναι μόνο οι παραγωγικές σχέσεις και οι παραγωγικές δυνάμεις τα μοναδικά στοιχεία ερμηνείας των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, αυτά ήτανε κάποια ζητήματα πάνω στα οποία στηρίχθηκε και θα μπορούσε να στηριχθεί ένα ρεύμα σαν το ευρωκομμουνιστικό.

Ο Γκράμσι έθετε για παράδειγμα το ζήτημα της ηγεμονίας. Όμως, χωρίς να είναι ο καθαρόαιμος λενινιστής, δεν είχε ξεχάσει ποτέ το λενινιστικό ποιος ποιον. Δηλαδή είχε πάντα συνείδηση το ποιον εξυπηρετεί και για ποιον γίνεται όλη αυτή η ιστορία. Θέλω να επισημάνω δηλαδή ότι δεν μπορούμε τόσο εύκολα να ξεμπλέξουμε με τον Γκράμσι στεκόμενοι μόνο σε κάποια αποσπάσματά του τα οποία τα αυτονομούμε για να μας εξυπηρετήσουν, για να κάνουμε χρήση ιδεολογική. Με αυτό δεν υπονοώ ότι δεν έχει σχέση ο Γκράμσι με όλα αυτά τα ρεύματα που αναπτύχθηκαν μεταπολεμικά στην Δύση, αλλά επιμένω εμφαντικά ότι είναι μονόπλευρη και μονομερής η ανάγνωσή του. Σε τελευταία ανάλυση, όλοι οι μεγάλοι, όλοι οι κλασικοί, χρήζουν πολλαπλών αναγνώσεων. Μπορεί δηλαδή σε κάθε περίπτωση να χρησιμοποιηθεί το αφ’ ενός ή το αφ’ ετέρου κάποιας θεωρίας. Το πώς όμως έντιμα την αντιμετωπίζουμε συνολικά χωρίς να την διαστρέφουμε αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο.




Ένας αυθεντικός διεθνιστής με βαθιές εθνικές ρίζες. Από το μπλοκ του Risorgimento στο νέο ιστορικό μπλοκ


Δεν είναι λίγοι εκείνοι, τόσο από το στρατόπεδο των επικριτών του, όσο και από εκείνο των οπαδών του, που έχουν επικεντρώσει την κριτική τους στον κατά την γνώμη τους ιστορικισμό που διατρέχει το σύνολο, σχεδόν του έργου του.

Κατ’ αρχήν πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ιστορικότητα και στον ιστορικισμό. Ο Γκράμσι, όπως κάθε σοβαρός μελετητής της κίνησης των ιδεών, της πάλης των τάξεων, της πορείας των πραγμάτων, ήθελε να έχει μίαν ισχυρή βάση, ένα υπόβαθρο πάνω στο οποίο να πατά. Ως εκ τούτου, οι μομφές και οι κατηγορίες που του αποδίδονται σε σχέση με την ιστορικότητα θα μπορούσαν υπό μία ορισμένη έννοια να επιστραφούν σ’ αυτούς που τις λένε, όχι κατηγορώντας τους, αλλά θεωρώντας τους ανεπαρκείς στο να έχουν μίαν ιστορική εικόνα και εποπτεία των πραγμάτων σε βάθος. Η δύναμη του Γκράμσι και του γκραμσιανού έργου όπως κάθε μεγάλου έργου, είτε αυτό είναι λογοτεχνικό, είτε πολιτικό, είτε ιδεολογικό, είναι ότι έχει μία ισχυρή εθνική βάση. Πατάει δηλαδή σε μία αφετηρία. Ο Γκράμσι είναι Ιταλός και για την ακρίβεια Σαρδηνός. Έχει γνώση τόσο της τοπικής πλευράς των πραγμάτων σε μία κατατμημένη κοινωνία, όπως ήταν η Ιταλία σ’ όλη την διάρκεια του Μεσαίωνα και έχει ταυτόχρονα και μίαν αίσθηση ιστορικότητας που απορρέει από ένα ιστορικό έθνος, στον βαθμό που οι Ιταλοί ως κληρονόμοι της ρωμαϊκής παράδοσης αποτελούν την μια βάση αυτού που ονομάζουμε ελληνορωμαϊκός πολιτισμός.

Ο Γκράμσι λοιπόν όχι απλώς ξέρει, όπως προκύπτει από την λεπτομερειακή ανάγνωση των γραπτών του, αλλά θέλει οπωσδήποτε και να ξέρει και να μάθει σε βάθος την ιστορία του εδάφους πάνω στο οποίο πατά. Συνειδητοποιεί λοιπόν όλη την πορεία του ιταλικού Risorgimento που είναι το κίνημα της ιταλικής παλιγγενεσίας, αντίστοιχο με το δικό μας 1821, στο οποίο η Ιταλία μέσα από μια διαδικασία πολύπλοκη και αντιφατική εν πολλοίς, συγκροτείται σε ένα ενιαίο κράτος. Η μελέτη ακριβώς αυτού του ζητήματος στις ρίζες του, του δίνει να καταλάβει ότι ουσιαστικά η πορεία προς την ολοκλήρωση δεν έγινε, δυστυχώς ή ευτυχώς αυτή είναι η ιστορία, από μία συνιστώσα. Από τον Βίκτωρα Εμμανουήλ και τους μοναρχικούς, τον Καμίλο Καβούρ και τους μετριοπαθείς φιλελεύθερούς του, ως τους ριζοσπάστες δημοκράτες πατριώτες / διεθνιστές Ιωσήφ Ματσίνι και Γκαριμπάλντι, οι συνιστώσες του Risorgimento αγκαλιάζουν όλο το πολιτικό φάσμα.

Ειδικότερα στα όσα αφορούν την τότε αριστερά, ο Γκράμσι θα διαπιστώσει ότι στις γραμμές της συνέκλιναν ποικίλες τάσεις και ομάδες με κυρίαρχη αυτήν του Ιωσήφ Γκαριμπάλντι και, κατά δεύτερο λόγο, του Ματσίνι και των οπαδών του. Το ιταλικό ριζοσπαστικό ρεύμα, βαθύτατα εθνικό, είχε – ταυτόχρονα - σαφή διεθνιστικό προσανατολισμό, στοχεύοντας στην απελευθέρωση των λαών της Ευρώπης από τις δυναστείες και στην εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής τάξης πραγμάτων σε Πανευρωπαϊκή κλίμακα. Ο Ματσίνι δεν σταμάτησε να προετοιμάζει για εξέγερση τα πνεύματα σε όποια χώρα της Ευρώπης και αν βρισκόταν, καταδιωγμένος και ο γενναίος ηγέτης τους Ιωσήφ Γκαριμπάλντι διέτρεχε Ευρώπη και Αμερική πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, εφαρμόζοντας στην πράξη το πατριωτικό – διεθνιστικό του πιστεύω.

Αυτή η έξοχη παράδοση έμπρακτης συνάρτησης εθνικού και διεθνιστικού καθήκοντος, σταδιακά, όπως γνωρίζουμε, θα ακολουθήσει την υποχώρηση των επαναστάσεων για να αφήσει την έσχατη πολεμική κραυγή της στα βουνά της Βολιβίας το 1967, όχι όμως και τις παρακαταθήκες της που δριμύτερες επιστρέφουν στον 21ο αιώνα στην Λατινική υποήπειρο.

Είναι σαφές σε ποια πλευρά βρίσκεται ο νους και η καρδιά του Γκράμσι. Αυτό όμως δεν τον κάνει να χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα και να επιμείνει στο ότι «η εθνική ενότητα είχε μιαν ορισμένη ανάπτυξη και όχι μιαν άλλη. Κινητήρια δύναμη αυτής της ανάπτυξης ήταν το κράτος του Πιεμόντε και η δυναστεία της Σαβοΐας».5

Η αδυναμία της ριζοσπαστικής παράταξης να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη προβλημάτισε σοβαρά τον Γκράμσι. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, ότι για να καταφερθεί το μεγάλο εγχείρημα χρειάζονταν κι άλλες δυνάμεις που συνέκλιναν προς την κατεύθυνση αυτή. Είναι η βαθιά μελέτη της ίδιας της ιστορίας της Ιταλίας, που τον οδηγεί στη συνειδητοποίηση αυτού του ζητήματος, στην λογική του μπλοκ για την εξουσία, του πολύμορφου μετώπου, το οποίο άλλωστε, γιατί να το κρύψουμε, το πραγματοποίησε και η ελληνική αριστερά στα χρόνια του ΕΑΜ. Και πραγματικά η μοναδική ουσιαστική έφοδος που έγινε στους ουρανούς μετά το 1821, η Εθνική Αντίσταση του 1940 – ’45, έγινε από ένα μπλοκ δυνάμεων. Ποια είναι όμως η διαφορά; Η διαφορά είναι ότι σ’ αυτό το μπλοκ των ποικίλων δυνάμεων ο Γκράμσι έθετε το ζήτημα της ηγεμονίας. Με ποια όμως λογική. Ποια η διαφορά και η υπεροχή της γκραμσιανής σκέψης σε σχέση με την «παραδοσιακή», την σταλινική. Οι όροι της ηγεμονίας που επιζητούσε ο Γκράμσι και της «πρωτοκαθεδρίας» σ’ αυτό το μπλοκ ήταν όροι πρώτιστα ηθικής και διανοητικής - ιδεολογικής υπεροχής, γιατί είπαμε ότι ο Γκράμσι δεν αποσυνέδεε ποτέ την πολιτική από την ηθική. Δηλαδή επιζητούσε την ηγεμονία στις ιδέες κατ’ αρχήν, θεωρούσε όμως ότι το πλέγμα ιδεών που προσέφερε ως πρόταση στην κοινωνία ήταν ηθικά και πραγματικά υπέρτερο των άλλων εκδοχών και γι’ αυτό εδικαιούτο να ηγεμονεύσει. Πόση, αλήθεια, απόσταση από τις κυρίαρχες λογικές.

Δεν χρήζει, φρονώ, ιδιαίτερης απόδειξης το γεγονός ότι τόσο οι «συντηρητικές – νεοσταλινικές» τάσεις της κομμουνιστικής εκδοχής πραγμάτων, όσο και οι λεγόμενες «ανανεωτικές - ευρωκομμουνιστικές» επιζητούσαν και επιζητούν την οργανωτική απλώς και μόνο ηγεμονία. Η οργανωτική όμως ηγεμονία αν και καθίσταται στην φορά των πραγμάτων αναγκαία, οφείλει πάντοτε να είναι το απότοκο της ηθικής και της ιδεολογικής ηγεμονίας. Αυτό το στοιχείο, νομίζω, είναι ένα στοιχείο κλειδί όσον αφορά την κουλτούρα αλλά και την ηθική του έργου που απορρέει από την γκραμσιανή σύλληψη πραγμάτων. Ως εκ τούτου, θεωρώ κατώτερες μιας σοβαρής ανάλυσης του έργου του Γκράμσι τις λογικές εκείνες που θέλουν να βλέπουν στον Γκράμσι απλώς, ας πούμε υποτιμώντας τον ίδιο τον Μακιαβέλι, έναν άνθρωπο που ήθελε μέσω μιας «μακιαβελικής λογικής» να υπερισχύσει στην κοινωνία. Ο Γκράμσι, όπως η ζωή, το έργο και κυρίως το τέλος του μαρτυρούν, δεν είχε σχέση με αυτήν την λογική.




Δίκην επιλόγου


Σε αυτό το μακρύ ταξίδι του μέσα στις φασιστικές φυλακές , ο Γκράμσι είχε μια μοναδική πολυτέλεια· τον χρόνο να στοχαστεί και να επαναστοχαστεί πάνω στα ερωτήματα που έθετε η ήττα της καθόλου αριστεράς από τον φασισμό και να συνειδητοποιήσει τα όρια ενός coup d’ état ακόμα κι όταν αυτό έχει αριστερή νομιμοποίηση.

Ήταν αυτό που βαθύτατα τον προβλημάτισε και που τον οδήγησε ύστερα από βασανιστικές διανοητικές διαδρομές να θέσει ένα κεντρικό ζήτημα που δεν το έθεσε κανένας άλλος μάχιμος κομμουνιστής ηγέτης με τους ίδιους όρους και την ίδια καθαρότητα. Ο Γκράμσι, με τον ιδιότυπο δικό του τρόπο έκανε σαφές ότι οι μητροπολιτικές κοινωνίες, ως κατεξοχήν πολύπλοκες δεν μπορούν να ανατραπούν με «απλή έφοδο στην εξουσία». Μας δίδαξε δηλαδή ότι δεν μπορείς να κάνεις μίαν υπέρβαση του υπάρχοντος εάν τυχόν δεν συνειδητοποιήσεις πόσο πολύπλοκο είναι. Εάν δεν συνειδητοποιήσεις πόσο τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά, πόσο πανούργος, πόσο επιτήδειος και πάνοπλος είναι ο αντίπαλος. Ως εκ τούτου, η απλή έφοδος στα Χειμερινά Ανάκτορα, αν και μπορεί να γίνει, είναι ανεπαρκής. Η έννοια της ηγεμονίας εμπεριέχει την λογική της ισχύος για την κατάκτηση της εξουσίας, αλλά η εξουσία για να είναι λειτουργική προϋποθέτει την στήριξή της στην πλειοψηφία. Αυτό αποτελεί την πυρηνική και αδιαπραγμάτευτη λογική μιας δημοκρατικής κοινωνίας, αυτό αποτελεί το μοναδικό – ουσιαστικό όπλο των υποτελών τάξεων. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι να διαμορφώσεις όλους εκείνους τους όρους, όλες εκείνες τις υποδομές που θα καταστήσουν τις υποτελείς τάξεις ικανές στο να μπορέσουν να διαμορφώσουν ένα αντίρροπο δέος κουλτούρας, πολιτικής, ιδεολογίας και κατ’ επέκτασιν διακυβέρνησης. Μιας διακυβέρνησης, όμως, που θα έχει κύρος και, στηριγμένη στην βούληση των πολλών, θα ανανεώνει την νομιμοποίησή της.

Αυτό το κύρος όμως, δεν μπορεί να στηριχθεί μονομερώς στην ιδεολογική και γενικότερα στην υλική υπεροχή. Έχει ανάγκη και την ηθική νομιμοποίησή του.

Αυτό το ρηγμένο, ιδιαίτερα στις μέρες μας, στα αζήτητα στοιχείο είναι που ο μεγάλος Σαρδηνός εναγώνια αναζήτησε και στο τέλος ανέδειξε ως αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για τον όποιο σοσιαλισμό στο μέλλον ήθελε αποτολμηθεί.

Ασφαλώς δεν ήταν ο μόνος.

Από τον Ρήγα και τον Μπολιβάρ, μέχρι την Λούξεμπουργκ και τον Άρη, το επιχείρημα εξακολουθεί να είναι – πάντα - ακαταμάχητο και το τίμημα – πάντα – οδυνηρό.

Το συμπέρασμα, όμως, που και εκ της ιστορίας, πρώτιστα του ίδιου του Γκράμσι, προκύπτει, είναι σαφές.

Η ηττημένη πολιτικά, αλλά όχι άρρωστη ηθικά, Αριστερά, όσο επώδυνη και αν είναι η διαδικασία ανάρρωσής της, μπορεί να επανακάμψει και ιστορικά να δικαιωθεί. Το περί αντιθέτου συμπέρασμα ανιχνεύεται, ενδεχομένως, από τους νεοτέρας κοπής μεταμοντέρνους αναγνώστες του έργου του.

*συγγραφέας και εκδότης


Αθήνα, Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2007

Ετικέτες

1 Φεβρουαρίου 2009

Η κριτική στο Διαφωτισμό

του Θεόδωρου Ζιάκα*

“Οι ψυχές μας είναι σαν εκείνα τα ορφανά που οι ανύπαντρες μάνες τους πεθαίνουν πάνω στη γέννα. Το μυστικό της πατρότητάς μας βρίσκεται στον τάφο τους. Εκεί λοιπόν πρέπει να κατέβουμε για να το μάθουμε”. Χ. Μέλβιλ

ΟΔιαφωτισμός είναι η αυτοκατανόηση του νεωτερικού Ατόμου. Είναι ο κινητήρας, η ψυχή, του νεώτερου δυτικού πολιτισμού, της νεωτερικότητας. Αν κάνουμε κριτική στον Διαφωτισμό είναι γιατί έχουμε να τα βάλουμε με δύο λογιών κυρίαρχους ιδεολογικούς κάλους: Από τον πρώτο βασανίζονται αυτοί που νομίζουν ότι βρισκόμαστε ακόμη στον 18ο αιώνα και ότι το θέμα είναι να κάνουμε στην Ελλάδα τη Γαλλική Επανάσταση. Από το δεύτερο είδος ιδεολογικού κάλου υποφέρουν εκείνοι που όψιμα ανακάλυψαν τα αγαθά του καπιταλισμού. Και νομίζουν ότι ο “ύστερος” καπιταλισμός, ο αμερικάνικος, είναι ο ανυπέρβλητος ορίζοντας της ανθρωπολογικής εξέλιξης. Δεν βλέπουν, οι μεν και οι δε, ότι η νεωτερικότητα έχει πεθάνει και στρέφονται εναντίον όσων ψάχνουν για μετανεωτερική διέξοδο. Μας βλέπουν σαν περίεργα όντα, εκτός τόπου και χρόνου. Που δεν καταλαβαίνουμε ότι ρίχνουμε νερό στο μύλο του φοβερού φονταμενταλισμού (που συγκεντρώνει όλα μαζί τα κακά του κόσμου και τον οποίο εκπροσωπεί, φυσικά, ο Χριστόδουλος).

Στόχος της κριτικής μας δεν είναι, ασφαλώς, να τους “πείσουμε”. Η κριτική στον Διαφωτισμό είναι πρωτίστως αυτοκριτική. Γιατί οι εν λόγω “κάλοι” είναι και δικοί μας. Για να απαλλαγούμε τελείως απ’ αυτούς, πρέπει να κατανοήσουμε τι ακριβώς ήταν ο Διαφωτισμός, τι είναι το αυτοαναφορικό υποκείμενο, το νεωτερικό Άτομο. Χωρίς τη βαθύτερη αυτή κατανόηση η μετανεωτερική αναζήτηση δεν πάει μακριά.

1. Άταφο πτώμα

Κατ’ αρχήν ας νομιμοποιήσουμε την κριτική μας: Κάθε τι που υπάρχει είναι καταδικασμένο να πεθάνει. Μέσα στο Γίγνεσθαι τίποτα δεν είναι αιώνιο. Όλα υπόκεινται στην κριτική του θανάτου. Γιατί όχι και η νεωτερικότητα;

Κάθε πολιτισμός έχει τη διαχρονική του “ταυτότητα”, αφού “διαρκεί” κάποιο “διάστημα”, – ώσπου να αντικατασταθεί από έναν άλλο πολιτισμό. Είναι εφήμερη “οντότητα” μέσα στον ιστορικό χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι για το διάστημα της “ζωής” του λειτουργούν δυνάμεις αναπαραγωγής, που νικούν μέσα του τις δυνάμεις της καταστροφής. Τελικά όμως οι δυνάμεις της καταστροφής κερδίζουν αναπόφευκτα το παιγνίδι. Σπάνια το τέλος ενός πολιτισμού είναι αποτέλεσμα εξωτερικών καταστρεπτικών δυνάμεων. Στην πραγματικότητα οι εξωτερικές δυνάμεις, όταν υπάρχουν, απλώς “συνεργάζονται” με τις εσωτερικές και βοηθούν αυτές τις τελευταίες να φέρουν σε πέρας το “έργο” τους.

Η παρατήρηση αυτή θέτει τρία ζητήματα, στα οποία και οδηγείται η προσοχή μας:

Το πρώτο ζήτημα είναι να κατανοήσουμε ποιος είναι ο διαχρονικός άξονας των κεντρομόλων δυνάμεων της αναπαραγωγής. Επ’ αυτού η γενικότερη ανάλυσή μας δείχνει ότι ο άξονας αναπαραγωγής ενός πολιτισμού δεν μπορεί να είναι άλλος από το ανθρωπολογικό του πρότυπο. Στην προκειμένη περίπτωση, την περίπτωση της νεωτερικότητας, το εν λόγω πρότυπο είναι το αυτοαναφορικό υποκείμενο. Ο Διαφωτισμός είναι ιδεολογική αναπαράσταση του αυτοαναφορικού Ατόμου στο “κοινωνικό φαντασιακό”.

Το δεύτερο ζήτημα είναι ότι το ανθρωπολογικό πρότυπο περικλείει μοιραίες αντιφάσεις. Η ενσάρκωσή του, ενώ πραγματοποιεί τα ελκυστικά χαρακτηριστικά του και ομογενοποιεί την κοινωνία κατ’ εικόνα και ομοίωσή του, καθορίζοντας έτσι μια επεκτεινόμενη ειδική ανθρωπολογική διαδρομή, παραδόξως, η διαδρομή αυτή σκιάζεται από την εμφάνιση “προβλημάτων”, που προκαλούν “κρίσεις”, πολέμους και επαναστάσεις. Αναδρομικά αντιλαμβάνεται κανείς ότι η έξαρσή τους σήμαινε, απλώς, ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου, για τη μετάβαση σε άλλον πολιτισμό. Έτσι το ερώτημά μας συγκεκριμενοποιείται: ποιες είναι οι εσωτερικές αντιφάσεις του αυτοαναφορικού Ατόμου;

Το τρίτο ζήτημα είναι ότι οι εν λόγω αντιφάσεις, αφού υπονομεύσουν την ακολουθούμενη ανθρωπολογική διαδρομή, την οδηγούν στην ακύρωσή της, όταν αυτή έχει αναπτύξει πλήρως το κρυμμένο δυναμικό της. Ή αλλιώς: Κάποια στιγμή το κυρίαρχο ανθρωπολογικό πρότυπο εξαντλείται. Η κοινωνικά συνεκτική αυτοκατανόηση, που αυτό υπαγορεύει, αποσαθρώνεται και τότε η κοινωνική αναπαραγωγή λειτουργεί μόνο από κεκτημένη ταχύτητα. Είναι η φάση του “τέλους”, μια φάση που μπορεί να κρατήσει και αιώνες. Έχουμε έτσι το επόμενο ερώτημα: σ’ αυτήν τη φάση βρίσκεται σήμερα η νεωτερικότητα ή σε κάποιαν άλλη προηγούμενη;

Τα ιστορικά παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά:

Ο ανηλεής πόλεμος ανάμεσα στα μυκηναϊκά βασίλεια οδήγησε στην ολοσχερή εξαφάνιση του πρώτου μεγάλου ελληνικού πολιτισμού. Οι αρχαίοι δεν ήξεραν τίποτα γι’ αυτόν, πέρα από μια θρυλική ανάμνησή του στα τραγούδια των αοιδών. Ποιες ακριβώς ήταν οι αντιφάσεις του μυκηναϊκού ανθρωπολογικού προτύπου δεν το γνωρίζουμε.

Αυτό όμως που ξέρουμε είναι ότι παραλίγο να συμβεί το ίδιο και με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Ήταν τέτοια η προσήλωση των αρχαίων ημών προγόνων στον εμφύλιο πόλεμο, ως μοναδικού μέσου για την επίλυση των διασυλλογικών διαφορών τους, που αν δεν έρχονταν οι Ρωμαίοι να τους επιβάλουν την ειρήνη με τη βία, δεν θα έμενε ούτε ίχνος από τον ακόμα πιο σπουδαίο πολιτισμό τους. (Τώρα, πώς μπορεί να είναι τόσο σπουδαίος ένας πολιτισμός, που δεν ξέρει άλλον τρόπο να λύνει τις διαφορές του από την προσφυγή στον εμφύλιο πόλεμο, αυτό παραδόξως δεν απασχολεί τους αρχαιολάτρες μας.)

Για το αρχαιοελληνικό ανθρωπολογικό πρότυπο και τις αντιφάσεις του, γνωρίζουμε πολύ περισσότερα απ’ ό,τι για το μυκηναϊκό, αφού έχουμε του κόσμου τις γραπτές μαρτυρίες, συν τα άπειρα αρχαιολογικά ευρήματα. “Γνωρίζουμε” είναι, βέβαια, τρόπος του λέγειν. Γιατί το αρχαιοελληνικό Άτομο επικαλύπτεται πλήρως από το δυτικό, το οποίο έχει προβληθεί πάνω του, από την “Αναγέννηση” και έπειτα. Ενώ βλέπουμε πολύ καλά ότι και τα δύο είναι Άτομα, αδυνατούμε τελείως να διακρίνουμε ότι έχουν διαμετρικά αντίθετο χαρακτήρα. Ότι το αρχαιοελληνικό Άτομο είναι κοσμο-αναφορικό (αναφέρεται σε έναν Λόγο Κοινό, που είναι κοσμικός), ενώ το νεωτερικό Άτομο είναι αυτο-αναφορικό. (Ακόμα πιο αποκαρδιωτική είναι η γνώση μας για τον τρίτο μεγάλο ελληνικό πολιτισμό: τον λεγόμενο βυζαντινό. Μιλάμε συχνά για το Πρόσωπο, για το δικό του ανθρωπολογικό πρότυπο, αλλά γύρευε τι καταλαβαίνει ο καθένας με τη λέξη “Πρόσωπο”. Το παράδειγμα του Στ. Ράμφου είναι αρκετό για να μας εμβάλει σε σκέψεις.)

Αλλά ας ολοκληρώσουμε τα παραδείγματά μας με την αναφορά στη νεωτερική εποχή: Μήπως η νεωτερικότητα δεν έχει τον δικό της Πελοποννησιακό Πόλεμο; Τί άλλο ήταν οι μεγάλοι πόλεμοι του 20ού αιώνα; Οι δύο Παγκόσμιοι και ο Ψυχρός πόλεμος (που ίσως αποδειχτεί και ο πιο ανθρωποβόρος); Δεν φαίνεται σαν, με τη Νέα Τάξη, την PAX AMERICANA και τον μεταμοντερνισμό, η νεωτερικότητα να μπήκε οριστικά στην “ελληνορωμαϊκή” εποχή της;

Το ξεδίπλωμα των αντιφάσεων του Διαφωτισμού, μέσα στις κρίσεις, τους πολέμους και τις επαναστάσεις του 20ού αιώνα, ξέσκισε σε τέτοιο σημείο το πολιτισμικό σώμα του, που τίποτα πια δεν θυμίζει το Μεγάλο Όραμα. Μόνη πραγματικότητα τώρα, το αδηφάγο θηρίο του καπιταλισμού. Ο Διαφωτισμός είναι πλέον ένα πτώμα. Πτώμα άταφο. Οδοδώς και τυμπανιαίο.

2. Η ολοκλήρωση του νεωτερικού προγράμματος

Φαίνεται ότι κάθε πολιτισμός έχει τους προφήτες του. Τις αντιφάσεις του ιδρυτικού ανθρωπολογικού προτύπου του κάποιοι τις διακρίνουν, πριν ακόμη αυτές εκδηλωθούν. Και κάποιοι, ακόμα λιγότεροι, τις ερμηνεύουν σωστά. Η κριτική του νεωτερικού πολιτισμού έχει τόση ιστορία όσο και η ίδια η νεωτερικότητα.

Οι κριτικοί της πρώτης φάσης καταδικάστηκαν συνοπτικά ως φερέφωνα του Παλιού Καθεστώτος και ξεχάστηκαν. Κεντρικό σημείο της κριτικής τους ήταν η καταγγελία ότι οι διαφωτιστές επιχειρούν να θεμελιώσουν κοινωνία στον Μηδενισμό. Ότι η αναμενόμενη έξαρση του ατομικισμού θα καταστρέψει κάθε δυνατότητα κοινωνικής συμβίωσης.

Η ανερχόμενη νεωτερικότητα ενσωμάτωσε και ξεπέρασε γρήγορα την κριτική αυτή, μέσω της στροφής στον Ρομαντισμό. Ο ρομαντισμός προσέδωσε “βάθος” στην επικίνδυνα ρηχή υλιστική “εσωτερικότητα”, με την οποία οι πατέρες του Διαφωτισμού είχαν προικίσει το νεωτερικό Άτομο. Ας σημειωθεί ότι η ρομαντική ιδεολογική επεξεργασία αντιστοιχούσε στον ιστορικό συμβιβασμό “ανάμεσα στην ανερχόμενη αστική τάξη και στη φεουδαρχική αντίδραση”. Πρόκειται για τον περίφημο “Θερμιδόρ”, τη λεγόμενη “Παλινόρθωση”, την οποία η αριστερή πτέρυγα του Διαφωτισμού, ο ιακωβινισμός, κατήγγειλε ως “προδοσία”.

Έκτοτε, η κριτική του Διαφωτισμού παραμερίζεται από την κριτική του “συμβιβασμού” και κατατείνει στο αίτημα της ολοκλήρωσης του νεωτερικού προγράμματος. Τη σημαία αυτού του είδους της κριτικής την πήρε, από ένα σημείο και πέρα, ο Μαρξ και οι επίγονοί του. Θυμίζω τη βασική θεματική της: Η αστική τάξη πρόδωσε τους σκοπούς της δημοκρατικής επανάστασης. Την εκπλήρωσή τους την αναλαμβάνει πλέον το προλεταριάτο, ο “νεκροθάφτης” της. Οι κομμουνιστές δεν είναι παρά “ιακωβίνοι στο πλευρό του προλεταριάτου”, σύμφωνα με την περιεκτική διατύπωση του Λένιν. Με άλλα λόγια: Μην απογοητεύεστε, προλετάριοι όλου του κόσμου, από την τρέχουσα απεχθή μορφή της νεωτερικότητας. Εμείς θα ολοκληρώσουμε το πρόγραμμά της, οπότε και θα λυθούν όλα τα προβλήματα που σας δημιουργεί ο καπιταλισμός. Ο καπιταλισμός είναι κατά βάθος πολύ προοδευτικός: Σαρώνει αμείλικτα την “προϊστορία” του ανθρώπου. Επαναστατικοποιεί σε τέτοια κλίμακα και με τέτοιο ρυθμό τις “παραγωγικές δυνάμεις”, που δημιουργεί, άθελά του, την υψηλή τεχνολογική βάση, που είναι αναγκαία για την έλευση της αταξικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας όπου θα έχει εξαλειφθεί κάθε καταπίεση και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Και όπου θα μπορεί, το νεωτερικό Άτομο, να αυτοπραγματώνεται όπως του αρέσει. Απολύτως ελεύθερα: Θέλει να δουλεύει, θα δουλεύει. Θέλει να ψαρεύει, θα ψαρεύει. Θέλει να παίζει θα παίζει κ.ο.κ. Κοντολογίς: το όνειρο κάθε μικρού και μεγάλου παιδιού, την Παιδική Χαρά, θα την κάνουμε, επιτέλους, κοινωνική πραγματικότητα.

Στο μεταξύ, η “προοδευτική” επέκταση του καπιταλισμού κατέστησε γρήγορα περιττές τις ρομαντικές φτιασιδώσεις. Ξαναγυρίσαμε στη μηχανόμορφη ατομικότητα, που μπορεί να μελετηθεί και να περιγραφεί επιστημονικά, με τα ανεπανάληπτα εκείνα μοντέλα του Σκίνερ και του Παυλώφ. Το νεωτερικό Άτομο, βρίσκει την ολοκλήρωσή του στο υποκείμενο του Μοντερνισμού: στο Άτομο που χωρίς ενδοιασμούς αυτοκατανοείται ως μηχανή. Μια μηχανή εφοδιασμένη με τους ορθολογικούς στόχους του Εγώ, σαν εσωτερικό γυροσκόπιο. Το νεωτερικό Άτομο δεν έχει πια ανάγκη να κρύβεται πίσω από τη συναισθηματική αχλύ απροσδιόριστων ρομαντικών ψευδαισθήσεων. Ο ορθολογισμός του απελευθερώνεται. Μπορεί τώρα να χειρίζεται άνετα λαούς ολόκληρους σαν βαγόνια κάρβουνο. Να εξοντώνει κατά εκατομμύρια τους εχθρούς του λαού στα Γκουλάγκ. Και να καίει εν ψυχρώ τους Εβραίους στον φούρνο.

Ο μαρξισμός βοήθησε τον καπιταλισμό να ενσωματώσει και να χειραγωγήσει με επιτυχία την αντίσταση στην οικουμενική του εξάπλωση. Οι κολασμένοι της γης βρήκαν στον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, την καταλληλότερη μορφή οπίου. Αν ο καπιταλισμός είχε αισθήματα και τιμούσε τους ευεργέτες του, σίγουρα θα αφιέρωνε το επιβλητικότερο μνημείο σ’ αυτόν τον δυστυχή τύπο, που για πολλούς από μας ήταν ο Μεσσίας: τον Καρλ Μαρξ. Η κατάρρευση του μαρξισμού έθεσε τέλος στη γιγάντια αυτή μετάθεση-απόκρυψη του πραγματικού προβλήματος. Η κριτική δεν μπορούσε παρά να ξαναγυρίσει στον ανθρωπολογικό της πυρήνα.

Ο 20ος αιώνας, λέει ο Καμύ, απέδειξε πως ο προφήτης μας δεν ήταν αυτός που νομίζαμε, δηλαδή ο Μαρξ, αλλά ο Ντοστογιέφσκυ. Οι μαρξιστές άρχισαν να προβληματίζονται. Βέβαια το μεγαλύτερο μέρος τους εγκλωβίστηκε πάλι στη λογική της “προδοσίας”: Ο Χρουτσώφ “πρόδωσε” τον Στάλιν. Ο Στάλιν “πρόδωσε” τον Λένιν. Ο Λένιν “πρόδωσε” τον Μαρξ. Ο ώριμος Μαρξ “πρόδωσε” τον νεαρό Μαρξ. Κάποιοι όμως βρήκαν το κουράγιο να σπρώξουν το μαχαίρι της αυτοκριτικής μέχρι το κόκαλο (το δικό τους εννοείται): “Μέσα από τη μετατροπή του σε ιστορική πραγματικότητα, ο Διαφωτισμός γυρίζει σε παραφροσύνη. Ο Λόγος γίνεται Μύθος”, θα μας πει η Σχολή της Φρανκφούρτης στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού. Κοντολογίς: Τo Άουσβιτς και τo Γκουλάγκ, δεν είναι ξένα προς την ουσία του Διαφωτισμού. Είναι η ενσάρκωσή της.

Την οριστική στροφή της κριτικής στον ανθρωπολογικό πυρήνα του καπιταλισμού θα την υπογραμμίσει μια από τις παραδοξότερες αναταραχές της νεώτερης ιστορίας: η κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση. Ένα κίνημα που θέλησε να προλάβει με τη βία την επανάληψη της σοβιετικής “αποτυχίας”. Οι παλιότεροι θα θυμούνται το κεντρικό της μοτίβο: “Αν δεν αλλάξει ο άνθρωπος σε ό,τι έχει πιο βαθύ, αν δεν αποβάλει τον εγωισμό, δεν γίνεται τίποτα. Δεν φτάνει να αλλάξουν οι εξωτερικές συνθήκες. Πρέπει να αλλάξει κι ο ίδιος ο άνθρωπος.”

Με τις διατυπώσεις αυτές, ο μαρξισμός ολοκλήρωνε τη θεωρητική του αυτοαναίρεση. Ο Μάης του ’68 θα κλείσει χαρούμενα τον ιστορικό κύκλο του ιακωβινισμού, της επαναστατικής αυτής ψυχής του Διαφωτισμού.

Μπήκαμε έκτοτε πλησίστιοι στον “καινούργιο γενναίο κόσμο” του Μεταμοντερνισμού. Σ’ αυτή την κοσμοθεωρητική σούπα, όπου όλα έχουν την ίδια αξία και τίποτα δεν έχει αξία. Όπου δεν υπάρχουν ταυτότητες, αλλά εφευρέσεις ταυτότητας, γιατί απλώς παίζουμε όλοι κάποιους εφήμερους και αντιφατικούς ρόλους. Πράγμα που τώρα το ξέρουμε και τη βρίσκουμε κιόλας μ’ αυτή τη “χαρούμενη γνώση”. Ο μηδενισμός γίνεται πλέον “ευφρόσυνος”, σύμφωνα με την αιχμηρή διατύπωση του Κονδύλη. Βρισκόμαστε στην εποχή όπου ο πλουραλισμός ανακηρύσσεται σε ύπατο δόγμα: Ναι σε όλα μέσα στο τίποτα. Ο καθένας είναι τώρα ελεύθερος να ασκήσει κριτική σε ο,τιδήποτε. Άρα και στον Διαφωτισμό. Όμως δεν το κάνει, γιατί βαριέται. Τι νόημα θα είχε; Ποιος θα ενοχλούνταν; Ποιος θα έδινε σημασία; Μαζί με τον Διαφωτισμό τελείωσε και η κριτική του. Μαζί του έχει πεθάνει και το κριτικό υποκείμενο.

Στη φάση αυτή ο καπιταλισμός, ελεύθερος από τα όποια χαλινάρια του είχε φορέσει ο υπόρρητος φόβος του μηδενισμού, δεν χρειάζεται πια να τρέχει πάνω κάτω τον πλανήτη, ως λέων ωρυόμενος τίνα καταπίει. Όλο το διαθέσιμο θήραμα βρίσκεται καμακισμένο στα πόδια του. Αναλαμβάνοντας υπό την προστασία του τα “ατομικά δικαιώματα” (προσωπικά δεδομένα κ.τ.τ.), “ελευθέρωσε” το άτομο και από τις τελευταίες του σχέσεις, που το κρατούσαν “δεσμευμένο” στις διάφορες συλλογικές “ψευτοταυτότητες”. Όπως ο δούλος του ρωμαϊκού Οίκου, στον οποίο δεν αναγνωριζόταν καμιά άλλη δέσμευση από κείνη της υποτέλειάς του στον αφέντη του, έτσι και δω. Με τη διαφορά ότι τώρα ο δουλοκτήτης είναι το εντελώς απρόσωπο και για τούτο άτρωτο από κάθε είδους σπλαχνικά συναισθήματα, παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό Σύστημα.

Παραδόξως, μέσα σε όλα αυτά, έρχονται να πάρουν τη “ρεβάνς” οι προνεωτερικές παραδόσεις. Σήκωσαν κεφάλι και αμφισβητούν τον Διαφωτισμό. Ουσιαστικά όμως σκυλεύουν το πτώμα του. Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται. Γιατί δεν ήταν αυτές που γκρέμισαν το δέντρο. Η δρυς έπεσε από μόνη της, καθώς σάπισε η ανθρωπολογική της ρίζα. Η έξαρση της λεγόμενης “φονταμενταλιστικής δραστηριότητας” δεν θίγει καθόλου το Σύστημα, παρότι σε μερικές περιπτώσεις φαίνεται να το ενοχλεί. Στρατηγικά είναι λυμένο το πρόβλημα αυτό για τον καπιταλισμό. Μέσω του πολιτιστικού πλουραλισμού επιτρέπει στον καθένα όχι μόνο να πιστεύει σε όποιον θεό τραβά η ψυχή του, αλλά και να τον λατρεύει όπως του αρέσει. Αρκεί φυσικά να μην κάνει ανθρωποθυσίες. Το δικαίωμα αυτό ο καπιταλισμός το κρατά μόνο για τον εαυτό του. Η ισοπέδωση των πάντων αφαιρεί προκαταβολικά κάθε νόημα από οποιαδήποτε υποτιθέμενη ανατρεπτική χειρονομία. Και είναι φυσικό: Κάθε πίστη, απ’ αυτές που διακινεί η “φονταμενταλιστική δραστηριότητα”, διαμεσολαβείται από ιδιοτελείς ανάγκες, υλικές και υπερβατικές, και τον καπιταλισμό τον ενδιαφέρουν πάρα πολύ οι ιδιοτελείς ανάγκες: Μπορεί να τις εκμεταλλευτεί και να βγάλει κάποιο κέρδος. Αυτές είναι το τυρί, που του επιτρέπουν να στήσει τη φάκα. Η όποια πίστη, στο μέτρο μάλιστα που συγκαλύπτει ή εξωραΐζει τη φάκα, είναι ευπρόσδεκτη.

Στο γενικό αυτό σχήμα, όπου “εξομαλύνονται” οι σχέσεις νεωτερικού και προνεωτερικού, έπαιξαν τον ρόλο τους και οι λαϊκότεροι από τους επικριτές της νεωτερικότητας. Κεντρικό μοτίβο αυτού του είδους της κριτικής, που σφραγίζει σχεδόν ολόκληρη τη νεωτερική λογοτεχνία, ήταν η “επιστροφή στη φύση” και ο μύθος του “καλού αγρίου”: Ο νεωτερικός άνθρωπος πρέπει να σκύψει στο προνεωτερικό παρελθόν του και να ανασύρει με ευλάβεια όλα εκείνα τα στοιχεία που σηματοδοτούν τη σημασία του “άλλου”, του “διαφορετικού”. Εξ ου και η αρχαιογνωστική μανία, οι εξωτικές έρευνες, οι ανασκαφές, η εθνολογία και η ανθρωπολογία. Αντί να εξαφανίσουμε τελείως την παράδοση είναι καλύτερα να τη “συντηρήσουμε”, διαφυλάσσοντας και εκθέτοντας τη μούμια της στα μουσεία. Η τάση αυτή άνοιξε την πόρτα όχι μόνο στην περίφημη “ανατολική πνευματικότητα”, από τα τέλη του 19ου αιώνα και έπειτα, αλλά και σε κάθε είδους εξωτικό ρυθμό, που υποσχόταν να ζωογονήσει το “περιεχόμενο” της νεωτερικής “εσωτερικότητας”, που κινδύνευε να στεγνώσει τελείως κάτω από τον λίβα του μοντερνισμού. Η εξωδυτική πνευματικότητα βρήκε, με τον τρόπο αυτό, τις προσβάσεις που γύρευε, για να πετύχει την εύκολη προσαρμογή-αλλοτρίωσή της, βοηθώντας συνάμα το δυτικό άτομο να ανακυκλώσει το ανθρωπολογικό του αδιέξοδο.

Κάτι ανάλογο φαίνεται να επεξεργάζεται σήμερα, στα πλαίσια του μεταμοντερνισμού, η σύγχρονη “φονταμενταλιστική δραστηριότητα”.

3. Η έξοδος από τη νεκροφόρα

Στις απαρχές του μοντερνισμού, εκεί στα μέσα του 19ου αιώνα, διατυπώνονται κριτικές που κατορθώνουν να διαρρήξουν το κέλυφος της νεωτερικότητας. Οι κριτικές αυτές διατρέχουν υπόγεια όλη την περίοδο που δουλεύει η κρεατομηχανή του μοντερνισμού.

Είχα την εντύπωση ότι μόνο ο Ντοστογιέφσκυ διαπέρασε τον ανθρωπολογικό πυρήνα του μοντερνισμού. Δεν ήξερα ότι υπάρχουν και άλλοι. Ότι, για παράδειγμα, η Αμερική έχει τον δικό της Ντοστογιέφσκυ: τον Μέλβιλ. Το έμαθα από τον Ηλία Παπαγιαννόπουλο. Από το έργο του Έξοδος Θεάτρου (Δοκίμιο οντολογίας με πλοηγό τον Μόμπυ-Ντικ του Χ. Μέλβιλ. Αθήνα, Ίνδικτος 2000).

Το έργο του Παπαγιανόπουλου είναι απ’ αυτά που λέμε “αποκάλυψη”. Είναι μια εξαιρετικά κατατοπιστική νεκροψία του Διαφωτισμού, από την οποία προκύπτουν, με αξιοσημείωτη σαφήνεια, και οι συντεταγμένες της μεταατομικής-μετανεωτερικής διεξόδου. Ο τίτλος του βιβλίου σ’ αυτό ακριβώς αναφέρεται: στην έξοδο από το κοινωνικό θέατρο της νεωτερικότητας. Αντί να ασχοληθώ λοιπόν εγώ με το αυτοαναφορικό άτομο του Διαφωτισμού, με τις συστατικές αντιφάσεις του και με τον τρόπο που μπορούμε να βγούμε από τη λουστραρισμένη νεκροφόρα του, προτιμώ να παραπέμψω τον αναγνώστη στο σπουδαίο αυτό βιβλίο.

Φυσικά ένα τέτοιο έργο δεν θα μπορούσε να έρχεται από το πουθενά. Κι ούτε πηγή των ερεθισμάτων του μπορούσε να είναι το αυστριακό πανεπιστημιακό περιβάλλον, όπου ο Παπαγιαννόπουλος έκανε την ομώνυμη διατριβή του στη φιλοσοφία. Πίσω του έχει τον Χ. Γιανναρά και τον Π. Κονδύλη, δυο φιλοσόφους που συγκεφαλαιώνουν ολόκληρη τη σύγχρονη σκέψη πάνω στα βαθύτερα προβλήματα του νεωτερικού πολιτισμού.

Υπενθυμίζω ότι η προβληματική του Γιανναρά έχει τα απώτερα ερεθίσματά της στον Ντοστογιέφσκυ. Όσοι τον παρακολουθούν γνωρίζουν ότι η συμβολή του συνιστά “επιστημολογική τομή” στην εξέλιξη του διεισδυτικότερου ρεύματος κριτικής στη νεωτερικότητα. Η έννοια του Προσώπου, την οποία αυτός ανέσκαψε και εισηγήθηκε, συνοψίζει καίρια την επιστημολογική τομή και είναι πλέον το όχημα για κάθε σοβαρή πνευματική διάνοιξη, που φιλοδοξεί να είναι μεταατομική-μετανεωτερική.

Ο Κονδύλης, από την άλλη μεριά, είναι ο εμβριθέστερος ίσως σύγχρονος μελετητής της νεωτερικής σκέψης, από τη γέννησή της μέχρι σήμερα. Συνοψίζει στην ερμηνευτική του όλη την ειρωνική οξυδέρκεια της υλιστικής εκείνης ματιάς, που εγκαινίασε ο Μακιαβέλι. Μπρος στην οποία δύσκολα μπορούν να σταθούν οι παντοειδείς ιδεολογικές μεταμφιέσεις, μεταθέσεις και αυτοαποκρύψεις, που χαρακτηρίζουν τη νεωτερική σκέψη.

Η πρωτοτυπία όμως του Παπαγιαννόπουλου είναι ότι χρησιμοποιώντας μια τρίτη πηγή, τον Χ. Μέλβιλ, οδηγεί ένα βήμα παραπέρα την προσωποκεντρική μετανεωτερική αναζήτηση. Αν οι οντολογικοί ήρωες του Ντοστογιέφσκυ ζουν στην περιφέρεια της νεωτερικότητας, σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, που δέχεται παθητικά την εισβολή της νεωτερικότητας, ενώ ένα μέρος του προσπαθεί νευρωτικά να την αφομοιώσει, ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με τους οντολογικούς ήρωες του Μέλβιλ. Αυτοί βρίσκονται στο κέντρο του νέου κόσμου. Ζουν τον πυρετό μιας χώρας, που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της νεωτερικής “εφόδου προς τον ουρανό”. Χωρίς “θερμιδοριανούς συμβιβασμούς”, η νεωτερική Αμερική είναι, στην εκπληκτική εικονολογία του Μέλβιλ, το φαλαινοθηρικό της νεωτερικότητας, που τρέχει ασυγκράτητο στο κυνήγι του Μόμπυ-Ντικ, της “άσπρης φάλαινας”. Στο κυνήγι αυτού που είναι ο προγραμματικός στόχος του Διαφωτισμού: ο φόνος του Άλλου, που με την “ασύλληπτη μοχθηρία” του στέκεται φραγμός στην απόλυτη αυτοεπιβεβαίωση του Εγώ.

Όταν κάποιοι σήμερα κλίνουν το γόνυ, υπνωτισμένοι από την εντυπωσιακή τεχνολογία, τα χρηματιστήρια και την πλανηταρχική αλαζονεία των ΗΠΑ, ο Παπαγιαννόπουλος, ακολουθώντας τον Μέλβιλ, σκίζει τη “χάρτινη μάσκα” και μας χαρίζει τη βαθύτερη γνώση της Αμερικής από μια δική της εσωτερική ματιά που την ξεπερνά. Η σύνθεση που μας προτείνει είναι πραγματικά εκρηκτική, γιατί στην προοπτική της η μια πηγή συμπληρώνει καίρια τις ελλείψεις της άλλης. Διαισθάνομαι ασύλληπτες τις δυνατότητες μιας τέτοιας σύνθεσης. Αν ο αναγνώστης ξεπεράσει με υπομονή τις κάποιες δυσκολίες της γραφής και “μπει στο νόημα”, θα συμμεριστεί νομίζω τη διαίσθησή μου αυτή.

Θα αναφερθώ, ενδεικτικά, σε μερικά σημεία, ξεκινώντας από τη νεωτερική νοηματοδότηση του υποκειμένου ως αποκλειστικά αυτοσυντηρητικής οντότητας. Από τη θεμελίωση της νεωτερικότητας στη μηδενιστική νοηματοδότηση της αυθυπερβατικής τάσης του ανθρώπου.

Ο Διαφωτισμός θεμελιώνει κοινωνία στον μηδενισμό, επειδή η οντολογία του είναι φυσιοκεντρική-κλειστή. Φυσιοκεντρισμός μέσα στο Γίγνεσθαι, όπου τα πάντα ρει, σημαίνει αναγόρευση του θανάτου σε μοναδική οντολογική πραγματικότητα. Ένας κόσμος νομοτελής, δεσποζόμενος από τον θάνατο, δεν αφήνει χώρο στην ύπαρξη κλειστής ταυτότητας. Παρά ταύτα, σε έναν κλειστό φυσιοκεντρικό κόσμο, που έχει εξορίσει από μέσα του το μετα-φυσικό, ο Διαφωτισμός πραγματοποιεί μια κατ’ εξοχήν μετα-φυσική χειρονομία: Δημιουργεί την οντότητα Υποκείμενο. Θεοποιεί το Εγώ και ζητά την απόλυτη ελευθερία-αυτονομία του. Η θέσμιση του υποκειμένου, ως αυτόνομου Εγώ, πάνω σε μια μηδενιστική οντολογία, που του στερεί κάθε πραγματικό έρεισμα, ιδρύει μια αυτοαναφορική – αυτοεφευρισκόμενη “οντότητα”, που πηγάζει αποκλειστικά από το ονειρικό φαντασιακό και δομείται αποκλειστικά από τα “υλικά” της αναστοχαστικής Ratio.

Το Εγώ αυτό είναι φονικό εκ κατασκευής, γιατί η αυτοεπιβεβαίωσή του προϋποθέτει την οντολογική ανυπαρξία του άλλου, ως πλησίον και ως φύσης. Κατ’ αρχήν “φονεύει τον Θεό”, τον κατ’ εξοχήν Άλλο, προκειμένου να φονεύσει τον κάθε επί μέρους συγκεκριμένο άλλο, που προβάλλει μπροστά του σαν αξεπέραστο όριο στην αξίωσή του για αυτονομία. “Η κόλαση είναι ο άλλος”. Η φονικότητα του Εγώ πηγάζει από τη συστατική του νεκροφορία, αφού το ίδιο είναι οντολογικά ανυπόστατο, χιμαιρικό πλάσμα του αυτοαναφορικού φαντασιακού. Ο φόνος του Άλλου (το φαλαινοθηρικό ταξίδι), ως ζωτική προϋπόθεση για την αυτοεπιβεβαίωση του Εγώ, είναι στο τέλος και ο δικός του χαμός. Η Άσπρη Φάλαινα θα σπείρει τον όλεθρο στους διώκτες της.

Όλα αυτά έχουν νόημα, γιατί όλο και κάποιος γλιτώνει από το φαλαινοθηρικό ναυάγιο και ξέρουμε πώς γίνεται το θαύμα: Μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος να σωθεί, αν αποδεχθεί τον έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτο θάνατο του Εγώ του και τον “μεθοδεύσει” συνειδητά. Αν αναγνωρίσει τη μηδενικότητά του και αναγεννηθεί στο επίπεδο της σχέσης-αυτοπαράδοσής του στον Άλλο. Στην εικονολογία του Μέλβιλ αυτό γίνεται όταν το φέρετρό μου (το Εγώ μου) το κάνω σωσίβιο, για να επιβιώσει ο άλλος. Η έξοδος από τη νεκροφόρα πραγματικότητα του κλειστού Εγώ, αποτέλεσμα πάντοτε ανοίγματος σε μια έξωθεν δωρεά και κλήση, επισημαίνει τη γέννηση μιας άλλης ταυτότητας. Η μετα-ατομική αυτή ταυτότητα, το Πρόσωπο, υπερβαίνει τον κλειστό ορίζοντα της νεωτερικότητας και είναι για τούτο μετα-νεωτερική.

Η προειδοποίηση των πρώτων επικριτών του Διαφωτισμού, ότι δεν μπορεί να στηθεί κοινωνία πάνω στον μηδενισμό, αποδείχτηκε εντελώς εσφαλμένη. Το “πρόγραμμα” του Διαφωτισμού, για μια κοινωνία αυτοεφευρισκόμενων περίκλειστων Εγώ, που το καθένα επιδιώκει την απόλυτη αυτονομία του, φονεύοντας τον Άλλο, είχε εντυπωσιακή επιτυχία. Η “κοινωνία” αυτή είναι το καπιταλιστικό Σύστημα. “Ο μεγάλος Λεβιάθαν” του Τ. Χομπς. Βάση του είναι μερικές απλές προδιαγραφές: α) ο νόμος του θα συνδέεται με την κατοχή, β) θα είναι απρόσωπος και γ) θα εκδέχεται τους πάντες ως αφηρημένες-απρόσωπες μονάδες. Κατοχή είναι η λέξη κλειδί: Η φάλαινα ανήκει στον καμακιστή της. Το κατοχυρωμένο θήραμα ανήκει σ’ αυτόν που πρόλαβε και κάρφωσε πάνω του τη σημαία του. (Και για να μην ξεχνιόμαστε: “Και συ αναγνώστη είσαι κατοχυρωμένο θήραμα”, θα μας πει ο Μέλβιλ.) Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η προγραμματική απροσωπία. Ο εξοστρακισμός από το κοινωνικό πεδίο της αδιαμεσολάβητης (από συστήματα) σχέσης. Η προγραμματική άρνηση της πραγματικότητας του συγκεκριμένου άλλου.

Η αυθυπέρβαση νοηματοδοτημένη ως τέχνασμα της αυτοσυντήρησης, ιδρύει τη νεωτερική κοινωνία ως κυριολεκτικά αντικοινωνική κοινωνία. Σ’ αυτή την κοινωνία υπάρχω μόνο Εγώ. Ο άλλος είναι το θήραμα, που καμακώνοντάς το επιβεβαιώνω τη χιμαιρική μου ύπαρξη. Μοιάζει, όντως, η “κοινωνία” αυτή, με παράδοξη θεατρική σκηνή, πάνω στην οποία ανεβαίνει το αντικοινωνικό άτομο, για να φορέσει τα διάφορα προσωπεία της “κοινωνικότητας”, που θα του επιτρέψουν ακριβώς να επιδοθεί απερίσπαστο στο αντικοινωνικό χιμαιρικό κυνήγι του. Και είναι μάλιστα τόσο μεγαλύτερη η “κοινωνικότητα” που αναπτύσσει το νεωτερικό άτομο, όσο δυνατότερη είναι η εγωτική του αυτιστικότητα και όσο ισχυρότερη είναι η διατομική του αντιπαλότητα. Το κοινωνικό τούτο θέατρο γίνεται έτσι ο καθρέφτης, μέσα στον οποίο το απολυτοποιημένο Εγώ μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Χωρίς αυτόν τον καθρέφτη παύει να υφίσταται. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει μεγαλύτερη χίμαιρα από την πίστη ότι ένα τέτοιο Εγώ μπορεί “να ανατρέψει το σύστημα”, στο οποίο και χρωστά την εικόνα του.

Η υπόσταση αυτής της “κοινωνίας” είναι βεβαίως εικονική. Ο καπιταλισμός, το φοβερό αυτό θηρίο, που δεν έχει το ταίρι του στην ιστορία, είναι μια virtual ψευτο-οντότητα, που αντλεί την υπόστασή της από την επίμονη θέληση του Ατόμου να παραμένει ερμητικά κλεισμένο στην ονειρική του “εσωτερικότητα”.

Το “δείγμα” είναι νομίζω αρκετό. Για περισσότερα παραπέμπω στον Παπαγιαννόπουλο. Και στον θείο Μέλβιλ.

Τώρα που ο Διαφωτισμός έχει πεθάνει και το θηριώδες εκτόπλασμά του μοιάζει παντοδύναμο, αρχίζει να σπάει σε μαζική κλίμακα η ίδια η προϋπόθεσή του: το κλειστό Εγώ. Ο μεταμοντερνισμός καταγράφει αυτόν ακριβώς τον θρυμματισμό της αυτοαναφορικής ταυτότητας. Το “αδιάλλακτο σαν μωρό” Άτομο του μοντερνισμού δεν υπάρχει πια. Είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου ότι ο Άλλος έχει αρχίσει να αναφαίνεται στο οπτικό του πεδίο. Κι ούτε υπακούει, η ανάδυση του Άλλου, σε κάποια “νομοτέλεια”, που θα επιδεχόταν προγραμματική διαχείριση-επίσπευση.

Προέλευση: Άρδην 27 30/8/2000
Διεύθυνση: http://www.ardin.gr/page/issue.php?id=ARDIN_I_23-S_1-A_12


* Ο Θεόδωρος Ζιάκας είναι συγγραφέας το τελευτίο έργο του
είναι "ο σύγχρονος μηδενισμός" εκδ. Αρμός

30/8/ 2000

Ετικέτες