12 Ιανουαρίου 2009

Οι χαμένες πολιτισμικές ταυτότητες της Ανατολής (Μέρος B’)

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΑΤΖΑ


Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου οι περισσότερες μειονότητες της Ανατολής βρέθηκαν αντιμέτωπες μεταξύ αφανισμού και ύπαρξης. Αυτός ο πόλεμος ουσιαστικά ήταν μια αναμέτρηση δυνάμεων και σύγκρουσης συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων για το μοίρασμα της περιοχής και των πρώτων υλών ενέργειας. Στο βωμό αυτό επλήγησαν πολιτισμικές κοινότητες με ανεπανόρθωτες ζημιές και χάθηκαν ζωές πολλών ανθρώπων. Το πλήγμα που υπέστησαν οι ιστορικές κοινότητες ήταν ακριβώς στη βασική τους οργανωτική διάρθρωση. Αυτό μπορούμε να το παρομοιάσουμε με το ξερίζωμα των ελαιόδεντρων που συναντάμε στους «Πελοποννησιακούς πολέμους», με τη μόνη διαφορά ότι εδώ έχουμε το ξερίζωμα των ανθρώπων. Δηλαδή, οι Γεζιντοί και οι Ασσυρο-χαλδαίοι δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν καμία βιώσιμη πολιτική εξουσία στην περιοχή όπου κατοικούσαν. Και αν αυτό συνέβη, λειτούργησε σε πολύ βραχεία περίοδο.

Οι Γεζιντοί είναι κουρδικό φύλο, οι οποίοι πιστεύουν σε διαφορετική θρησκεία από τους άλλους και δεν είναι μουσουλμάνοι. Προσεύχονται στον ήλιο και στο φως. Έχουν δικά τους μνημεία που ονομάζονται «Deyr». Το μεγαλύτερο μνημείο που προσεύχονται οι πιστοί τους βρίσκεται κοντά στη Μοσούλη. Σε αυτό το μνημείο είναι ενταφιασμένος ο Σεΐχης Αντί που έγραψε το ευαγγέλιό τους, Μαύρο Βιβλίο (Mushafe Res), το οποίο υπολογίζεται ότι γράφτηκε τον 12ο αιώνα. Το 1414 οι μουσουλμάνοι κατέστρεψαν το μνημείο και αργότερα οι πιστοί του Σεΐχη Αντί το ξανάφτιαξαν [1] . Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας υπέστησαν μεγάλους διωγμούς από τους αλλόθρησκους λόγω της θρησκευτικής και πολιτισμικής τους διαφορετικότητας. Έγινε συνήθεια πλέον αυτή η συμπεριφορά της Υψηλής Πύλης προς τους αδύναμους και διαφορετικούς υπηκόους της, να τους υποδουλώνει και να τους φορολογεί. Οι κουρδικές φυλές πολεμούσαν κατά περιόδους με τις φυλές των Γεζιντοί και όταν νικούσαν τους σκότωναν ή τους υποδούλωναν [2] .

Όμως την περίοδο των Κριμαϊκών πολέμων υπήρξε ανάμεσα στις καταπιεζόμενες κοινότητες πνεύμα συνεργασίας, που μας το επιβεβαιώνουν διάφοροι ιστορικοί.

Αυτό επιβεβαιώνει ότι οι Γεζιντοί, Ασσύριοι και Αρμένιοι υποστήριξαν την κουρδική εξέγερση του Γεζντανσίρ που ήταν ενάντια στην Υψηλή Πύλη [3] και κατόπιν, προσπάθησαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον ρωσικό στρατό, αλλά αυτό δεν είχε γίνει εφικτό.

Από ότι γνωρίζουμε για τις γειτνιάζοντες κοινότητες των Συροχαλδαίων ή Χαλδαίων, παρέμειναν από τον 5ο μ.Χ. αιώνα Νεστοριανοί, υποστηρίζοντας ότι ο Χριστός έχει δύο φύσεις. Αυτοί ονομάζονταν από τους άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς ως Νεστοριανοί, αλλά και μερικοί από αυτούς αποκαλούσαν τον εαυτό τους Χαλδαίους αιρετικούς, μη θεωρώντας τον Νέστωρα ως ιδρυτή της εκκλησίας τους. Οι δε Ιακωβίτες ανήκουν στην αίρεση τη Μονοφυσιτική, είναι Αραμαίοι στην εθνική προέλευση και αποσχίσθηκαν από τους Χαλδαίους. Αυτοί κατοικούσαν στην περιοχή Ελβίσταν, Ζειτούν, Αντιοχεία (Αλεξανδρέττας) και Άντεπ [4] .

Κατά την περίοδο του σουλτάνου Αμπτούλ-Χαμίτ ΙΙ έγινε ωμός εκβιασμός στους Γεζιντοί για να εξισλαμιστούν. Μερικές φορές έφταναν στο σημείο όχι μόνον να τους βασανίσουν αλλά και να τους αποκεφαλίσουν οι Τούρκοι στρατιώτες. Τα περισσότερα γεγονότα τα καταγράφουν Άγγλοι και Αμερικανοί ιεραπόστολοι που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τους βοηθήσουν φτάνοντας εκεί κοντά στα βουνά που ζούσαν οι Γεζιντοί και οι Ασσύριοι. Σε αυτή την προσπάθεια οι ιεραπόστολοι πολλές φορές διακινδύνευαν ακόμη και τη ζωή τους. Ο τρόπος ζωής των Γεζιντοί και των Ασσυρίων ήταν ως επί το πλείστον νομαδικός και είχε πολλές ομοιότητες με τον κουρδικό τρόπο ζωής, με τη μόνη διαφορά ότι ήταν αλλόθρησκοι.

Η μεγαλύτερη εκκαθάριση και εκδίωξη έγινε από τους Κούρδους και από τον Οθωμανικό στρατό το 1915 κατά των Ασσυρίων-Νεστοριανών. Μήνες περίμεναν κρυμμένοι στα βουνά του Ιράν μήπως τους υποστηρίξει ο ρωσικός στρατός. Αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ, όσοι κατάφεραν να διαφύγουν σώθηκαν από τις σφαγές των Οθωμανών [5] .

Πολλοί Γεζιντοί κατάφεραν και επιβίωσαν στην περιοχή του Καυκάσου, όλη την περίοδο του 20ού αιώνα, στις δύο Δημοκρατίες της Γεωργίας και της Αρμενίας. Υπάρχουν και μερικοί Ασσύριοι και Γεζιντοί στην περιοχή του σημερινού Βόρειου Ιράκ.

Μια άλλη κοινότητα που ζούσε στην Κων/πολη και την Σμύρνη ήταν οι
Φράγκο-Λεβαντίνοι.

Ο Σκαλιέρης Γεώργιος τους ονομάζει ως Λατίνους Ραγιάδες που ανήκουν σε ένα ανώνυμο, ποικίλης προελεύσεως, συγκρότημα, προερχόμενοι από τους Γενοβέζους, Βενετούς, Ισπανούς, λεγόμενοι Ελληνο-καθολικοί που μιλούσαν την ελληνική. Εκκλησιαστικά υπάγονται στην πόλη της Σμύρνης και την επαρχία Εφέσου [6] .Οι Φραγκο-Λεβαντίνοι έμεναν στις πολυτελέστατες συνοικίες της Πόλης κοντά σε διπλωμάτες, και όπου έμεναν εκεί έδιναν ένα κοσμοπολίτικο χρώμα. Στα τέλη του 19ου αιώνα στη συνοικία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κοντά στους Ρωμιούς, Αρμενίους και Εβραίους, συναντάμε γύρω στις δεκατέσσερις χιλιάδες αλλοδαπούς από τους οποίους οι έξι χιλιάδες έχουν ελληνική υπηκοότητα, και οι υπόλοιποι είναι Άγγλοι, Μαλτέζοι, Γάλλοι, Αυστριακοί, Βέλγοι, Ιταλοί κ.λπ. Πολλοί από αυτούς για να επιβιώσουν επέλεξαν να «κολλήσουν» κοντά σε κάποια χριστιανική κοινότητα [7] της Πόλης. Και οι περισσότεροι από αυτούς γίνονταν μέλη της Ρωμαίικης κοινότητας. Μιλούσαν όλες τις γλώσσες αλλά και την ελληνική. Επαγγελματικά οι περισσότεροί τους ήταν επιχειρηματίες, ατζέντηδες και τραπεζικοί. Ζούσαν μεταπρατικά. Κυρίως στην περίοδο της ανακωχής οι Φραγκο-Λεβαντίνοι διαμόρφωσαν μια νέα κοινωνική δυτικότροπη (αλαφράγκα) κάστα στην Πόλη και την Σμύρνη. Αυτό το διαπίστωσαν και οι Τούρκοι και ορισμένοι από τους τουρκοεβραίους (ντονμέδες) προσπάθησαν να τους μιμηθούν. Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι αλαφράγκα μουσουλμανοφανείς [8] . Στο ζήτημα αυτό υπήρξαν αντιδράσεις από τον μουσουλμανικό κόσμο και ιδιαίτερα στον τρόπο του ντυσίματος των μουσουλμάνων γυναικών. Ουσιαστικά η Φραγκο-Λεβαντίνικη κοινότητα ήταν κοσμοπολίτικη και δεν είχε εθνική συνείδηση. Με τη μόνη διαφορά ότι αυτοί οι άνθρωποι απέφευγαν τους Τούρκους και είχαν θέσει κάποια άτυπη διαχωριστική γραμμή, δηλαδή προτιμούσαν να είναι κοντά στους Ρωμιούς και τους Αρμενίους παρά τους Τούρκους.

Οι Ρωμιοί-καθολικοί της Πόλης, είχαν το σχολείο την «Οδηγήτρια» που λειτούργησε μέχρι το 1972 και έπειτα μεταφέρθηκαν τα δικαιώματα μαζί και της εκκλησίας στους Συροχαλδαίους, οι οποίοι θα ήταν και οι νέοι εκπρόσωποι της ενορίας και του σχολείου [9] . Το σχολείο πλέον και η εκκλησία που βρίσκεται στη συνοικία του Πέρα θα ανήκει στο εξής στο Πατριαρχείο των Χαλδαίων στο Ντιαρμπεκίρ. Από τους Ρωμιο-Καθολικούς κυκλοφορούσε η εφημερίδα Χριστιανική Εστία την περίοδο του 1931–35 σε δύο γλώσσες: στην γαλλική και την ελληνική. Στη συνέχεια το 1956 κυκλοφορεί η εφημερίδα των Ρωμιο-καθολικών Κοινωνική Εστία και πάλι δίγλωσση, στην ελληνική και τη γαλλική [10] .

Το ίδιο συνέβη και με τις άλλες μειονότητες της Πόλης. Συρρικνώθηκαν τελείως όπως οι Βούλγαροι, οι Λευκορώσοι, οι Σέρβοι, οι βόρειο-Ηπειρώτες, οι Αντιοχείτες και λοιποί, οι οποίοι ήταν όλα τα χρόνια κοντά στη Ρωμαϊική κοινότητα μιλούσαν ελληνικά και σπούδαζαν σε ελληνικά σχολεία.

Η κατάσταση και η διαμονή των αραβόφωνων χριστιανών της Αλεξανδρέττας (περιοχής Χατάυ) δυσκόλεψε πολύ έπειτα από την παραχώρηση του συγκεκριμένου σαντζακίου από τους Γάλλους προς την Τουρκία το 1939. Οι περισσότεροι από τους χριστιανούς της Αλεξανδρέττας μετοικούν προς την Ευρώπη και κυρίως στην Γερμανία. Μια άλλη μερίδα από αυτούς μετοικούν στην Πόλη στέλνοντας τα παιδιά τους στα ρωμαίικα μειονοτικά σχολεία για να μάθουν ελληνικά και να βρουν καλύτερη τύχη και στρέφονται προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η ένταξη των ορθόδοξων Αράβων Αντιοχειτών στη ρωμαίικη κοινότητα της Πόλης ξεκινά από τη δεκαετία του '70 και έπειτα συνεχίζεται. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι αγροτικής προέλευσης όπως και οι ΄Ιμβριοι και οι Τεννεδιοί, αντιμετώπιζαν στη δεκαετία του ’60 παρόμοιο πρόβλημα προσαρμογής στο μεγάλο αστικό κέντρο της Κων/πολης.

Να σημειώσουμε ότι η νομική θέση των Ρωμιών ορθοδόξων στην Κων/πολη, την Ίμβρο και την Τένεδο είναι ισχυρότερη εκείνης των άλλων μειονοτήτων στην Τουρκία. Η Ελλάδα ως συμβαλλόμενο μέρος, είναι εγγυήτρια των διατάξεων που αφορούν την προστασία του ελληνισμού της Τουρκίας.

Η Συνθήκη της Λοζάνης περιλαμβάνει ειδική διάταξη τοπικής εφαρμογής, το άρθρο 14, που καθιερώνει ειδικό νομικό καθεστώς τοπικής αυτοδιοίκησης, στο οποίο αποφασίστηκε να υπαχθούν τα δύο νησιά Ίμβρος και Τένεδος. Το άρθρο 14 από την πλευρά της Τουρκίας παραβιάστηκε κατάφωρα. Τη δεκαετία του 1960 απαγόρευσε τα ελληνικά σχολεία και με το κλείσιμο των σχολείων εξανάγκασαν τους Έλληνες κατοίκους των νησιών να μετοικήσουν στην Πόλη για να διδαχτούν την ελληνική γλώσσα. Αυτό ήταν το τελευταίο πλήγμα που υπέστησαν οι κάτοικοι των δύο νησιών του Αιγαίου.

Όλο αυτό το πλούσιο μωσαϊκό πολιτισμικών κοινοτήτων της Ανατολής έφτασε πληθυσμιακά στην ολοκληρωτική συρρίκνωσή του, λόγω της κεμαλικής ρατσιστικής πολιτικής, που ασκήθηκε πότε από το ένα κόμμα (Ρεπουμπλικάνικο Λαϊκό)και πότε από το άλλο (Δημοκρατικό Κόμμα), που αυτό σημαίνει εφαρμογή ίδιας πολιτικής απέναντι στις μειονότητες.
________________________________________
Υποσημειώσεις

[1] Minorski V.V, Kurtler, Komal 1977, Bayrak Mehmet, Kurdoloji Belgeleri, Ozge yayinlari 1994.
[2] Nikitin Bazil, Kurtler, Ozgurluk yayinlari, 1976.

[3] Celil Celile, Osmanli Imparatorlugu nda Kurtler, Ozge yayin, 1992.

[4] Σκαλιέρη Γεωργίου, Λαοί και Φυλαί της Μικράς Ασίας, Β’ έκδοση, εκδ. Ρήσος, 1990.

[5] Yohannan Abraham, Mezopotamya nin kayip halki Nasturiler.

[6] Σκαλιέρης Γεώργιος, ibid,
[7] Yerasimos Stefanos, Azgelismislik Surecinde Turkiye, Gozlem yayinlari, Ucuncu baski, 1980.

[8] Avcioglu Dogan, Turkiye nin Duzeni, Tekin Yayinlari, 1984.

[9] Macar Elcin, Istanbul un yok olmus iki Cemaati, Iletisim, 2002.

[10] Macar Elcin, ό.π.

Δημοσιεύθηκε στις 22/1/2008

URL: http://www.monthlyreview.gr

Ετικέτες

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα