25 Μαΐου 2009

Περί σοσιαλισμού και βαρβαρότητας

Ο ουμανισμός της Λούξεμπουργκ συνδεόταν με μιαν αντίληψη της επανάστασης ως απελευθέρωσης όλων των ανθρώπινων υπάρξεων από τη διπλή ταπείνωση του να καταπιέζουν ή να καταπιέζονται

Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ

Η φράση «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» διατυπώθηκε από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1915, στο δοκίμιό της «Η κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας». Είναι γνωστά τα ιστορικά γεγονότα που είχαν προηγηθεί. Η έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδότησε την έναρξη της πτώσης στη βαρβαρότητα, εγκαινιάζοντας μιαν από τις πιο φονικές περιόδους που έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα στην ανθρώπινη ιστορία. Στις 4 Αυγούστου 1914, η κοινοβουλευτική ομάδα του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ψήφισε τις πολεμικές πιστώσεις, τασσόμενη ουσιαστικά υπέρ του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ με τον Καρλ Λίμπκνεχτ (κέντρο) Αυτή η συνθηκολόγηση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας σηματοδοτούσε την ηθική και πολιτική της χρεοκοπία και οδήγησε μοιραία στην κατάρρευση της Β' Διεθνούς.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ήδη από τις 4 Αυγούστου 1914, μαζί με τον Φραντς Μέρινγκ, την Κλάρα Τσέτκιν, τον Καρλ Λίμπκνεχτ και άλλους, οργάνωνε την παράνομη πάλη εναντίον του πολέμου και συντόνιζε τη διαμαρτυρία και την αντίσταση κατά της προδοτικής πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας. Για τη δράση της αυτή η Ρόζα φυλακίστηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1915. Στο κελί της φυλακής μπόρεσε να γράψει το δοκίμιο «Η κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας», το οποίο κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά τη συγγραφή του, τον Απρίλιο του 1916. Το κείμενο αυτό έγινε γνωστό ως «μπροσούρα Γιούνιους», επειδή οι σύντροφοί της έπεισαν τη Λούξεμπουργκ να μην το υπογράψει με το όνομά της, αλλά να χρησιμοποιήσει το ψευδώνυμο Γιούνιους, του υπερασπιστή του αγγλικού Συντάγματος εναντίον των απολυταρχικών προσβολών του μονάρχη.
Θέτοντας το δίλημμα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», η Λούξεμπουργκ έρχεται σε ρήξη με την -κυρίαρχη στους κόλπους της Β' Διεθνούς- αντίληψη της Ιστορίας ως γραμμικής και αναπόφευκτης προόδου, «εγγυημένης» από τους «αντικειμενικούς» νόμους της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Η ιδέα ότι η κοινωνία βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη διλημματική επιλογή («είτε πέρασμα στον σοσιαλισμό είτε πτώση στη βαρβαρότητα») προϋποθέτει μιαν αντίληψη της Ιστορίας ως διαδικασίας ανοιχτής σε διαφορετικές πιθανές εκβάσεις, στην οποία ο υποκειμενικός παράγοντας -δηλαδή η συνείδηση, η οργάνωση και η πρωτοβουλία του εργατικού κινήματος- γίνεται αποφασιστικός. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον να περιμένουμε να ωριμάσουν οι αντικειμενικές συνθήκες με βάση τους φυσικούς «νόμους» της οικονομίας ή της Ιστορίας, αλλά να δράσουμε έγκαιρα ώστε να επηρεάσουμε καθοριστικά την πορεία των γεγονότων.
Από την άλλη μεριά, η πτώση στη βαρβαρότητα, για την οποία μιλούσε η Λούξεμπουργκ, δεν σήμαινε την οπισθοδρόμηση σε ένα πρωτόγονο και αρχαϊκό παρελθόν, αλλά παρέπεμπε αντίθετα σε μια κατεξοχήν σύγχρονη και «εξελιγμένη» μορφή βαρβαρότητας, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας ήταν ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ενας βάρβαρος πόλεμος που διεξαγόταν με τα πιο σύγχρονα και εξαιρετικά καταστροφικά τεχνολογικά μέσα.
Με άλλα λόγια, η βαρβαρότητα επανεμφανίζεται όχι ως ολική αντίθεση στον πολιτισμό, αλλά ως ένα κακό που γεννιέται στην καρδιά του αναπτυγμένου κόσμου και του τεχνικά εξελιγμένου πολιτισμού, του οποίου και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα.
Αναμφίβολα η Ιστορία είναι γεμάτη από βαρβαρότητες που διαπράχθηκαν όχι μόνον από κάποιες «άγριες» φυλές, αλλά και από «πολιτισμένα» έθνη. Αλλά ο εικοστός αιώνας, με τους δύο παγκόσμιους πολέμους, με τις μαζικές σφαγές και τις γενοκτονίες του, σηματοδοτεί μια τρομερή κλιμάκωση, ένα νέο «ανώτερο» στάδιο αυτής της αντινομικής σύζευξης πολιτισμού και βαρβαρότητας.
Ηδη στον 19ο αιώνα, ο Καρλ Μαρξ είχε ασκήσει αυστηρή κριτική στη βαρβαρότητα των «πολιτισμένων» εθνών του καιρού του. Στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», αναλύοντας τη λεγόμενη «πρωταρχική συσσώρευση», ο Μαρξ στιγματίζει τη φρίκη του αποικιακού συστήματος και παραθέτει την ακόλουθη φράση του Ουίλιαμ Χόγουιτ: «Οι βαρβαρότητες και οι ανόσιες φρικαλεότητες που διέπραξαν οι λεγόμενες χριστιανικές φυλές σε όλες τις περιοχές του κόσμου και ενάντια σε κάθε λαό που μπόρεσαν να υποδουλώσουν, δεν έχουν το όμοιό τους σε καμιά εποχή της παγκόσμιας Ιστορίας και σε καμιά φυλή, όσο άγρια και αμόρφωτη, όσο ανελέητη και ξετσίπωτη και αν είναι». Η χαραυγή του καπιταλισμού σημαδεύεται από την πιο ωμή και βάρβαρη βία, που περιλαμβάνει την υποδούλωση και την εξόντωση πληθυσμών, την κατάκτηση και τη λεηλασία, την απάνθρωπη μεταχείριση των αδύναμων και ανυπεράσπιστων. Με άλλα λόγια, αυτό που εμφανίζεται ως εξέλιξη, ως τεχνική, υλική και οικονομική πρόοδος μπορεί να συνεπάγεται τρομερές και πρωτόγνωρες καταστροφές.
Στη μαρξιστική παράδοση, ωστόσο, η εικόνα του μέλλοντος συνδέθηκε στενά με το ιδεώδες της προόδου. Η ιδέα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού βασιζόταν στην πίστη στην απεριόριστη δυνατότητα τελειοποίησης του ανθρώπινου γένους, που γίνεται δυνατή χάρη στην ανάπτυξη της επιστήμης, της τεχνολογίας και της βιομηχανίας. Πολλοί σοσιαλιστές και κομμουνιστές συμμερίστηκαν την πεποίθηση του θετικισμού ότι η επιστήμη ήταν ήδη σε θέση να υπαγορεύει τους νόμους της ακόμα και στη διακυβέρνηση των ανθρώπων και των κοινωνιών τους. Διόλου τυχαία ο μαρξισμός κατέληξε να ορίζεται ως «επιστημονικός σοσιαλισμός» και να πάρει τον χαρακτήρα μιας κοσμαντίληψης βασιζόμενης στην ιστορική αναγκαιότητα.
Υπήρξαν βέβαια στην παράδοση της Αριστεράς και στοχαστές, όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο οποίος ήδη από τον καιρό του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είχε αντιληφθεί ότι η «πρόοδος» έχει και ισχυρές καταστροφικές όψεις και μπορεί να οδηγεί σε μια νέα βαρβαρότητα. «Είναι αδύνατο -έγραφε ο Μπένγιαμιν- να διατηρούμε την ιδεολογία της προόδου μπροστά στην απαραμείωτη πραγματικότητα της ανθρώπινης δυστυχίας».
Αυτό που δεν μπορούσε ίσως να προβλέψει η Λούξεμπουργκ, όταν διατύπωνε τη φράση «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», ήταν ότι θα υπάρξει στην Ιστορία του εικοστού αιώνα ένας «σοσιαλισμός» (εκείνος της σταλινικής περιόδου) που θα πάρει τη μορφή της σύγχρονης βαρβαρότητας, στον βαθμό που θα στηρίζεται στην αστυνομική τρομοκρατία μιας απόλυτης και συγκεντρωτικής εξουσίας, στις μαζικές δολοφονίες, στα γκουλάγκ, στην καταδίωξη και την εξόντωση των «αιρετικών» και των διαφωνούντων. Το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος φέρει πάνω του βαθύ το αποτύπωμα της βαρβαρότητας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου γεννήθηκε· Ο ουμανισμός της Λούξεμπουργκ συνδεόταν με μιαν αντίληψη της επανάστασης ως απελευθέρωσης όλων των ανθρώπινων υπάρξεων από τη διπλή ταπείνωση του να καταπιέζουν ή να καταπιέζονται. Και δεν θα μπορούσε βέβαια να συμβιβαστεί καθόλου με την ιδέα ότι ο σοσιαλισμός θα πάρει τη μορφή της δικτατορίας ενός κόμματος, το οποίο αυτοαναγορεύεται σε αφέντη και κηδεμόνα της εργατικής τάξης και όλης της κοινωνίας.
Διόλου τυχαία άλλωστε, ήδη από το 1904, η Λούξεμπουργκ είχε υποβάλει σε αυστηρή κριτική τη λενινιστική θεωρία του κόμματος, καταγγέλλοντάς την ως μια μορφή νεοϊακωβινισμού, ως έκφραση ενός αυταρχισμού αστικού τύπου, που αντιγράφει το υπόδειγμα του ρωσικού απολυταρχισμού.
Το 1918, ο μπολσεβικισμός, που βρισκόταν τότε στην εξουσία, δέχθηκε και πάλι τα πυρά της κριτικής τής Λούξεμπουργκ. Στο δοκίμιό της «Η ρωσική επανάσταση», που έγραψε στη φυλακή, επέκρινε τους μπολσεβίκους για την απόφασή τους να διαλύσουν τη Συντακτική Συνέλευση. Σύμφωνα με τη Ρόζα, η μπολσεβίκικη δικτατορία οδηγούσε στην κατάργηση κάθε ελευθερίας, κατέπνιγε κάθε μορφή δραστήριας πολιτικής ζωής, γεννούσε νέα προνόμια, διέδιδε το σπέρμα της διανοητικής και πολιτικής διαφθοράς. Μαζί με την ελευθερία των μη σοσιαλιστών οι μπολσεβίκοι κατέπνιγαν και την ελευθερία των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών, καθιστώντας έτσι αδύνατη κάθε δημοκρατική πολιτική ζωή και επομένως αφαιρώντας κάθε νόημα και από τη δημοκρατία για τις ίδιες τις προλεταριακές μάζες. Ο σοσιαλισμός δεν έπρεπε και δεν μπορούσε να οικοδομείται με διατάγματα μιας ηγετικής ομάδας και η προσφυγή στην τρομοκρατία για την καταπολέμηση των αντιπάλων αποτελούσε μιαν ένδειξη πολιτικής αδυναμίας.
Η Λούξεμπουργκ αναγνώριζε στους μπολσεβίκους την ιστορική τιμή ότι είχαν ξανανάψει τη φλόγα της επανάστασης, αλλά σημείωνε ταυτόχρονα ότι οι πρακτικές της εξουσίας τους έρχονταν σε αντίθεση με τις αξίες και τους σκοπούς του σοσιαλισμού.
Εγραφε χαρακτηριστικά: «Η ελευθερία μόνον για τους οπαδούς της κυβέρνησης και για μόνα τα μέλη ενός κόμματος -όσο πολυάριθμα και αν είναι αυτά- δεν είναι ελευθερία. Η ελευθερία νοείται πάντα ελευθερία για εκείνον που σκέφτεται διαφορετικά».*
Ελευθεροτυπία έντυπη έκδοση 25/5/2009

Ετικέτες

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα