9 Φεβρουαρίου 2010

Η Εξωτερική πολιτική και ο Αχμέτ Νταβούτογλου*

του Γιώργου Μπατζά

Όταν αναφερόμαστε στην εξωτερική πολιτική ενός κράτους τι εννοούμε;
Εξωτερική πολιτική, με άλλα λόγια εννοούμε ότι το κράτος είναι αυτό που προσπαθεί να ανταποκριθεί στη συμπεριφορά των άλλων διεθνών παραγόντων, και να ασκήσει επιρροή στο περιβάλλον του. Το κράτος προσπαθεί μέσω της εξωτερικής πολιτικής, να διατηρήσει και να αυξήσει κάθε δυνατότητα επιρροής του στο εξωτερικό της χώρας. Οι διεθνείς σχέσεις, είναι οι σχέσεις ανάμεσα σε κράτη. Οι σχέσεις αυτές που αναπτύσσονται είναι πολιτικές. Με την απλή γλώσσα εννοούμε ότι η θεωρία για το κράτος οφείλει να είναι και πολιτική φιλοσοφία του διεθνούς δικαίου. Έχει υποχρέωση το κράτος να εξηγεί στους πολίτες του γιατί τα κράτη πρέπει να θεωρούν ότι δεσμεύονται από τους κανόνες των διεθνών σχέσεων. Το Διεθνές δίκαιο δεν είναι τίποτα άλλο,παρά εξωτερικό κοινοτικό δίκαιο. Η εξουσία του απορρέει από την βούληση του κράτους ή της διεθνούς κοινότητας που είναι πρόθυμα να το επιβάλλουν. Αυτή είναι η θεωρητική πλευρά του ζητήματος. Γενικά η ισχύς των κρατών στο θέμα αυτό παίζει καθοριστικό ρόλο. Συνήθως επικρατεί ο νόμος του ισχυρότερου. Αν μη τι άλλο, ας μη θέλουμε να το αποδεχτούμε πως σε πολλές περιπτώσεις εθνικών προβλημάτων αυτό ισχύει. Όπως πχ. η περίπτωση του Κυπριακού,Παλαιστινιακό κ.α.

Όμως ο Άγγλος καθηγητής Carr. Edward, έχει άλλη άποψη σχετικά με το θέμα: Αναφέρει ότι “η πολιτική πράξη πρέπει να στηρίζεται σε έναν συντονισμό της ηθικής και της ισχύος. Είναι εξίσου ολέθριο στην πολιτική να αγνοεί κανείς την ισχύ όσο είναι να αγνοεί την ηθική”1 Αναγνωρίζει την πολιτική ως αναγκαία, αλλά όχι ως μη ηθική2.

Έτσι από το 1974 βασικός στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν και εξακολουθεί να είναι η αντιμετώπιση “εξ ανατολών κινδύνου”. Έκτοτε όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να συμβάλλουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Σε γενικές γραμμές αναπτύχθηκαν δύο βασικές σχολές σκέψεις όσον αφορά την εξωτερική πολιτική.
α) Ελληνοκεντρισμός και β)Ευρωκεντρισμός.
α) Ο Ελληνοκεντρισμός ανήκει στη σχολή σκέψεως του πολιτικού ρεαλισμού.
Πιστεύουν ότι ο καλύτερος τρόπος αποφυγής της πολεμικής σύρραξης, ως αποτέλεσμα της αναπόφευκτης σύγκρουσης συμφερόντων ανάμεσα στα κράτη, είναι η εξισορρόπηση της ισχύος και η αποτροπή των αναθεωρητικών, ηγεμονικών τάσεων.3
Όπως παράδειγμα, το διπλωματικό πολιτικό πλέγμα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Σαν πρώτη διαπίστωση σε γενικές γραμμές η Τουρκία είναι ο γεωπολιτικός αντίπαλος της Ελλάδας που συνεχίζει να έχει προκλητικά τις αναθεωρητικές βλέψεις στο Αιγαίο, που κατέχει στρατιωτικά το βόρειο μέρος της Κύπρου και εξελίσσεται σε περιφερειακή υπερδύναμη. Η αποτροπή πρέπει να είναι αξιόπιστη να καλύπτει και τον ελληνισμό της Κύπρου με την εφαρμογή του “Ενιαίου Αμυντικού δόγματος” Ελλάδας και Κύπρου.4 Το μοναδικό θέμα που θα μπορούσε να συζητήσει η Ελλάδα με την Τουρκία είναι αυτό της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο που δεν έχει διευθετηθεί. Στο διπλωματικό πεδίο, η Ελλάδα θα πρέπει να έχει εξωτερική πολιτική για το Κυπριακό ως τελευταία και έσχατη συμβιβαστική λύση, την ίδρυση μίας διζωνικής ομοσπονδίας με κεντρική εξουσία που θα είναι με πληθυσμιακή αναλογία των κοινοτήτων. Στο ζήτημα αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι χρήσιμη για την προώθηση των εθνικών θεμάτων.
β) Ο Ευρωκεντρισμός
Πιστεύουν ότι η οικονομική αλληλεξάρτησης και ολοκλήρωση στα πλαίσια των κοινοτήτων αυτών δημιουργεί συνθήκες για μια πολιτική ολοκλήρωση ανάμεσα στα κράτη, που τα υποστηρίζει να επιλύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους.5
Στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, θεωρείται δεδομένη η τουρκική απειλή μετά το 1974.
Σε αυτή την τάση θέλουν να πιστεύουν ότι η αποτροπή θα πρέπει να βασίζεται στην ισχυρή οικονομία και στον εκσυγχρονισμό του κράτους και σε δημιουργικές διπλωματικές πρωτοβουλίες και όχι αποκλειστικά και μόνον στη στρατιωτική ισχύ της.6 Έτσι για τους Ευρωκεντριστές, η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ συνιστά “επένδυση ασφαλείας” για την χώρα το να πέσει θύμα εξωτερικής επίθεσης.7 Γιατί οι πολιτικοί κρατούντες της Άγκυρας θα το σκεφτούν πριν αποφασίσουν να επιτεθούν σε μια χώρα που είναι μέλος ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Όσο περισσότερο θα εμπλέκονται τα συμφέροντα της Τουρκίας με την ΕΕ, τόσο περισσότερο θα έχει η ΕΕ έναν μοχλό πίεσης στην Τουρκία που θα την υποχρεώνει να προσαρμόζεται με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, που εξυπηρετούν ταυτόχρονα και τα ελληνικά συμφέροντα. Οι αποφάσεις του Ελσίνκι, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των οικονομικών ελληνοτουρκικών σχέσεων πιστεύουν ότι θα βοηθήσει στην εξεύρεση ειρηνικών λύσεων και στην υπέρβαση των πολιτικών προβλημάτων.
Στο ζήτημα του Α. Οτζαλάν και στο αντιπυραυλικό σύστημα S-300 θεωρείται μια σπασμωδική ανεδαφική πολιτική.8
Τους Ευρωκεντριστές μπορούμε να τους κατατάσσουμε στην κατηγορία αυτών που ψήφισαν και υποστήριξαν σθεναρά το Σχέδιο Αναν.

Η Τουρκία βιώνει μια ειρηνική ισλαμική μεταρρύθμιση.

Η Σημερινή Τουρκία βιώνει πολιτικά μια ειρηνική ισλαμική μεταρρύθμιση με την καθοδήγηση του κόμματος του Ταγίπ Έρντογάν και με την ανοχή των ΗΠΑ.
Να προσθέσουμε ότι ιστορικά οι ισλαμιστές από το 1909 αγωνίζονται να καταλάβουν την πολιτική εξουσία. Τότε δεν τα κατάφεραν και ο αγώνας τους ηττήθηκε από τις δυνάμεις των Ενωτικών (Ένωση-Πρόοδος). Αλλά και πάλι κατά την περίοδο του Ελληνοτουρκικού-Αρμενικού πολέμου (1919-1922) ο Κεμάλ κατάφερε να τους ενώσει όλους (τους μουσουλμάνους)εν ονόματι του ισλάμ.9 Κατά συνέπεια η σύνθεση περί ισλάμ και τουρκισμού επιτεύχθηκε με στόχο την συντριβή των χριστιανών της Ανατολής. Κατόπιν το 1924 δημιουργήθηκε μια κίνηση αντιπολίτευσης από διάφορους φιλελεύθερους, ισλαμιστές και πρώην συνεργάτες του κεμαλικού κινήματος που είχε ως έκβαση την ολοκληρωτική συντριβή τους το 1926 με την “απόπειρα δολοφονίας” του Κεμάλ στην Σμύρνη.
Έπειτα από αρκετά χρόνια, με την εκλογή του Δημοκρατικού Κόμματος του Μεντερές-Τζελάλ Μπαγιάρ, στην αρχή της δεκαετίας του 50 επανεμφανίζονται κάποιες ισλαμικές τάσεις εντός του Δημοκρατικού κόμματος (DP). Μετά όμως το στρατιωτικό πραξικόπημα του 60 και του 1971 εξαφανίζονται τα πολιτικά ίχνη των ισλαμιστών.
Βάσει του άρθρου 163 του Συντάγματος του 1960 είναι απαγορευμένη η ισλαμική προπαγάνδα. Την περίοδο εκείνη πολιτικά το ισλάμ βρίσκεται σε εμβρυακό επίπεδο. Στη συνέχεια και με την πρώτη ευκαιρία ιδρύεται το φιλοισλαμικό κόμμα από τον Νετζμετίν Έρμπακαν, με τον οποίον το 1973 στις εκλογές σχηματίζεται κυβέρνηση συνασπισμού με το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP-MSP)του Ετζεβίτ και ολοκληρώνεται ο κύκλος τους με την στρατιωτική απόβαση στην Κύπρο το 1974.
Στο ζήτημα αυτό έχουμε πάλι την πολιτική σύνθεση ισλάμ και τουρκισμού.
Πάντα σε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις για την Τουρκία διαμορφώνεται η εθνική ομοψυχία με τη σύμπραξη του τουρκικού εθνικισμού με το ισλάμ που θα σώσουν την πατρίδα από τυχόν καταστροφή.
Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει για την γείτονα χώρα.
Με την κατάρρευση του ανατολικού μπλογκ η Τουρκία εντάχθηκε σε μια νέα αναζήτηση ταυτότητας και ρόλου στην περιοχή.
Πρώτα από όλα αυξήθηκε σε τρομερό βαθμό ο πληθυσμός της.
Από την περίοδο του Οζάλ και έπειτα έγιναν οικονομικές βελτιώσεις και συνεχίστηκαν με τις κυβερνήσεις του Ταγίπ Ερντογάν.
Η εναρμόνιση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του 90, και κυρίως οι προσδοκίες που δημιούργησε η ηγεσία των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά του Ιράκ το 1991, για έναν ενισχυμένο περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας στη Μέση-Ανατολή αλλά και στα Βαλκάνια και στον Καύκασο, γρήγορα έφτασαν στα όρια τους.
Στο ζήτημα του Ναγκόρνο Γαραπάγ, η παρέμβαση της Άγκυρας υπέρ του Αζερμπαϊτζάν στη σύγκρουση με την Αρμενία έφερε την Τουρκία σε αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Αλλά πέρα από την αντίθεση της με την Ρωσία ανάπτυξε έναν παντουρκικό επεκτατισμό, στις σχέσεις της με τα νέα κράτη της Κεντρικής Ασίας που αυτό προκάλεσε δυσπιστία στις ηγεσίες τους.
Με την κατάληψη του Ιράκ (2003) από τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ και έπειτα οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ μπήκαν στον πάγο. Η βασική αιτία ήταν ότι η τουρκική εθνοσυνέλευση καταψήφισε την πρόταση(tezkere) Ερντογάν, για τη διευκόλυνση των Αμερικανικών δυνάμεων. Η Τουρκία και το στρατιωτικό κατεστημένο της αμφισβητούσε την ύπαρξη ενός νέου Κουρδικού κρατιδίου στα νοτιοανατολικά σύνορα της. Έτσι αυτή η κατάσταση δημιούργησε μια αντιπαράθεση στις αμερικάνικο-τουρκικές σχέσεις σε όλη τη δεκαετία του 2000.
Από την άλλη, η αδυναμία της Τουρκίας να ανταποκριθεί στους κοινοτικούς όρους στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική την οδήγησε στην προσέγγιση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής της λεγόμενης πολιτικής του “στρατηγικού βάθους”.
Ο καθηγητής Αχμέτ Νταβούτογλου γεννημένος στην Τασκένδη του Οζμπεκιστάν του έχει αποδοθεί ο τίτλος του πρέσβη ε.τ. σπούδασε στο Γερμανικό γυμνάσιο της Πόλης και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο του Βοσπόρου. Ο Α. Νταβούτογλου έγινε γνωστός το 2001, με την έκδοση της μελέτης του “Στρατηγικό βάθος η διεθνής θέση της Τουρκίας” 10 Πρόκειται για μια μελέτη της μεταψυχροπολεμικής εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας που στο θεωρητικό της μέρος θέτει πέντε βασικές αρχές που χαρακτηρίζουν την γενική στρατηγική.
Πρώτον είναι οι γεωπολιτικές θεωρίες, μετεξέλιξη της Τουρκίας από την μεταψυχροπολεμική περίοδο. Δεύτερον είναι οι γειτονικές χώρες, Βαλκάνια, Μέση-Ανατολή, Καύκασος που όπου υπάρχουν μουσουλμανικές μειονότητες και κυρίως στα Βαλκάνια θεωρούνται φυσική σύμμαχοι της τουρκικής πολιτικής. Εκτός από τις χώρες Βοσνία και Αλβανία που είναι στην πλειοψηφία τους μουσουλμάνοι και λόγω της ιστορικής τους κληρονομιάς είναι ήδη φυσική σύμμαχοι της τουρκικής πολιτικής.
Οι βραχυπρόθεσμοι και οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας είναι η Βοσνία και η Αλβανία να ενισχυθούν σε μια δομή σταθερότητας και δεύτερον να εξασφαλιστεί η ασφάλεια και η βιωσιμότητα των μειονοτήτων στην περιοχή των Βαλκανίων κάτω από την ομπρέλα ενός διεθνούς νομικού συστήματος.11
“Για να μην επαναληφθούν οι καταστροφές που έγιναν στις αρχές του 20 αιώνα στα Βαλκάνια, η Τουρκία υποχρεούται να ακολουθήσει μια πολιτική ενεργητική που θα αφορά το μέλλον των Οθωμανικών μουσουλμανικών μειονοτικών κατάλοιπων στα Βαλκάνια. Και για να μην τους εγκαταλείψει μπροστά σε ένα Βαλκανικό μπλογκ να αξιοποιήσει τους εσωτερικούς συσχετισμούς της περιοχής αλλά και τους εξωτερικούς παράγοντες. Όμως πέρα από τους εξωτερικούς παράγοντες θα πρέπει από κοντά να παρακολουθούμε και τους συσχετισμούς που διαμορφώνονται Γερμανίας-Ρωσίας”.12
Το βασικό ζήτημα είναι ότι ο νυν υπουργός εξωτερικών Α. Νταβούτογλου προσπαθεί με το νέο δόγμα του ν΄ αναβαθμίσει την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και να παίξει ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης με τις στρατηγικές που προτείνει των μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες, με την πολυδιάστατη πολιτική, με ρόλο ειρηνικού διαμεσολαβητή στις χώρες του Καυκάσου, Μέση-Ανατολή, Ρωσία καθώς και με το μετριοπαθές ισλάμ. Επίσης με την ενεργή παρουσία της Τουρκίας λαμβάνοντας πρωτοβουλίες σε διεθνή φόρα και οργανισμούς για την εξεύρεση κοινού εδάφους στον οικονομικό,ενεργειακού και πολιτιστικό τομέα.
Οι ηγέτες της ΕΕ πρέπει να κατανοήσουν την μεταβολή που έχει γίνει στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και να διαμορφώσουν ανάλογα τις δικές τους πολιτικές.


*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ο Πολίτης” Φεβρουάριος 2010

Ετικέτες

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα