10 Ιουλίου 2011

Δύο Ελλάδες

Δύο Ελλάδες


 
Print FriendlyΕκτύπωση άρθρου
Ένα χρονογράφημα για τη σημερινή μέρα
Ενιάμισι το απόγευμα πήρα το δρόμο με τα πόδια (ορειβάτης και αγανακτισμένος ων)1 για την Πλατεία Συντάγματος.
Πέρασα σκόπιμα από παραδρόμους για να διαπιστώσω και επαληθεύσω ή διαψεύσω μια θεωρία μου περί την ελληνική κοινωνία και τη διαστρωμάτωσή της. Δηλαδή για να καταλάβετε το πρόβλημα που με απασχολεί βασανιστικά είναι το εξής:
Είμαστε ακόμη η κοινωνία των δύο τρίτων ή του ενός τρίτου; Και λέω ακόμη, γιατί πριν από την οικονομική κρίση σαφώς και ήμασταν η κοινωνία των δύο τρίτων, λόγω πολυποίκιλης και παντοειδούς παραοικονομίας. (πελατειακές σχέσεις, αρπαχτές, κλεψιές, απατεωνιές και λοιπά και λοιπά, που χρειάζονται πολλές κόλλες (τι λέω! Μάλλον τόμοι) για να απαριθμηθούν.
Το θέμα δεν είναι, αν είμαστε διεφθαρμένοι και αν τα εν οίκω ουκ εν δήμω. Το πρόβλημα είναι ποιοι είναι αυτοί που διέφθειραν την ελληνική κοινωνία.
Είναι απλούστατα οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι. Είναι βασικά όλες οι κυβερνήσεις μετά την μεταπολίτευση, αλλά και όλα τα άλλα κόμματα που λόγω συμμετοχής στο φαγοπότι με δανεικά μετείχαν πλουσιοπάροχα ή λόγω ανικανότητας να το αποτρέψουν. Είναι και ήταν οι τριακόσιοι της Βουλής. Άντε να υπάρχει εδώ κι’ εκεί καμιά εξαίρεση. Ας την ψάξει κάποιος με το φανάρι του Διογένη.
Επανέρχομαι όμως στο κυρίως θέμα, δηλαδή στο ερώτημα: Είμαστε ακόμη η κοινωνία των δύο τρίτων ή του ενός τρίτου;
Η δική μου άποψη και επειδή δεν συνηθίζω να λαϊκίζω και να εξαπατώ τουλάχιστον τον εαυτό μου είναι ξεκάθαρη: Είμαστε ακόμη η κοινωνία των δύο τρίτων, αλλά μπαίνουμε με αργό ή γρήγορο ρυθμό να γίνουμε η κοινωνία του ενός τρίτου. Δηλαδή για να το κάνω λιανά. Τα δύο τρίτα των Ελλήνων πολιτών δεν ξέρουν ακόμη λόγω παραοικονομίας τι έχουν. Τώρα αρχίζει και λιώνει το λίπος, όπως σαρκαστικά, αλλά και με καταφανή μελαγχολία ομολογώ.
Θα μου πείτε γιατί. Απλούστατα: Στο μόνο και μοναδικό πράγμα που ο Γιωργάκης είχε δίκαιο είναι η φράση του ότι «λεφτά υπάρχουν». Όμως δεν μας διευκρίνισε ποιοι τα έχουν και που υπάρχουν. Η απάντηση είναι απλή επίσης. Ποιοι κατέχουν τα 600 δισεκατομμύρια των Ελλήνων που βρίσκονται στις τράπεζες στο εξωτερικό; Πώς επαίρονται οι Άγγλοι μεσίτες ότι κάνουν χρυσές δουλειές σε ακίνητα με Έλληνες πελάτες σε καιρό κρίσης; Φυσικά είναι και άπειρες παρόμοιες περιπτώσεις.
Λεφτά υπάρχουν φυσικά για όσους έχουν καταληστέψει αυτόν τον τόπο και όχι μόνο μένουν ατιμώρητοι, αλλά οι ίδιοι θα είναι οι πρώτοι που θα καταληστέψουν την «πατρίδα» τους, με τα διάφορα μνημόνια και μεσοπρόθεσμα προγράμματα πάλι. Τώρα παρέα με τους ξένους.
Αυτά τα κόμματα που μας έφεραν εδώ που μας έφεραν τα ψήφισε και τα ψηφίζει ο ελληνικός λαός και είναι ακόμη γύρω στο 70% .
Θα μου πείτε γιατί. Γιατί οι δημοσκοπήσεις έδειξαν και δείχνουν ότι και τα δύο κόμματα της δικομματικής εξουσίας αποτελούν το 40 με 44%. Εκείνοι που απέχουν είναι βέβαια διαφόρων κατηγοριών, αλλά η πλειοψηφία είναι οι αδιάφοροι, που είναι ματσωμένοι και προτιμούσαν να πιούνε τον καφέ τους στην καφετέρια ή να φάνε τον αγλέορά τους στην ταβέρνα, παρά να παν να ψηφίσουν. Μας κάνει σύνολο: Γύρω στο 70%. Δηλαδή τα δύο τρίτα της ελληνικής κοινωνίας. Αντε τώρα να κατεβαίνει σταδιακά το ποσοστό έως ότου δημιουργηθεί η κοινωνία του ενός τρίτου και ίσως με τον καιρό και λιγότερο.
Αυτή είναι η πάσα αλήθεια. Ο λόγος είναι απλός, απλούστατος. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, (πανέξυπνος ων) προκειμένου να βγαίνει στην εξουσία χρησιμοποίησε μια πολύ μελετημένη και αποτελεσματική μέθοδο:
  1. Να εφαρμόσει με δανεικά ένα καταναλωτικό μοντέλο, που θα αποκτήνωνε την ελληνική κοινωνία, πράγμα που πέτυχε και σαν πετυχημένο μοντέλο το εφάρμοσαν απαξάπαντες μετά και
  2. Να ισοπεδώσει το πολιτιστικό επίπεδο του Έλληνα προς τα κάτω, πράγμα που επίσης πέτυχε και το ακολούθησαν και απαξάπαντες μετά απ’ αυτόν.
Με τον τρόπο αυτό γουρουνοποιήθηκε η ελληνική κοινωνία, χωρίς να γίνεται διάκριση σε χρώματα, κόκκινα, πράσινα, γαλάζια, ροζ κ.λπ. Ο προλετάριος ήθελε να γίνει μικροαστός ή αστός και ο μικροαστός να γίνει μεγαλοαστός. Και ω του θαύματος τα κατάφεραν οι περισσότεροι.
Έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε και προχωράμε ολοταχώς στα χειρότερα.
Με την έννοια αυτή ο Νέο – Έλληνας είναι ο αμαθής ή ημιμαθής νεόπλουτος Έλληνας, που τον ενδιαφέρει ο εαυτός του και τσιμέντο να γίνει η Ελλάδα. Όμως οι ίδιοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους περί της πατρίδας και χύνουν και κροκοδείλια δάκρυα γι’ αυτήν. Μπορεί όμως και όχι.
Όμως ξέφυγα πάλι από το χρονογράφημά μου. Συνεχίζω λοιπόν. Περνώντας τους παραδρόμους και ρίχνοντας μια προσεκτική ματιά (το έκανα συνειδητά, γιατί δεν ήταν φευγαλέα και αδιάφορη η ματιά μου), διαπίστωνα συνεχώς ότι όλα τα μαγαζιά, δηλαδή καφετέριες, ταβέρνες, εστιατόρια κ.λπ ήταν καταγέμιστα. Δεν απόρησα φυσικά, γιατί το ήξερα. Και για να πω και του στραβού το δίκαιο, κάπου ένιωσα δυστυχώς και ικανοποίηση (κατά βάση και πεποίθηση δεν είμαι τέτοιος τύπος), γιατί και τώρα για μια πολλοστή φορά επιβεβαιωνόταν η θεωρία μου.
Τέλος πάντων έφθασα κάποια στιγμή στην Πλατεία Συντάγματος, όπου βρέθηκα σε έναν άλλο κόσμο. Παλμός και οργή και πολύ νεολαία. Με χαροποίησε. Και λέω πάλι μέσα μου. Μέσα στην Πλατεία άλλος κόσμος. Έξω από την Πλατεία παντελώς διαφορετικός.
Τότε είπα: Πραγματικά εδώ έχουμε να κάνουμε με δύο Ελλάδες.
Τελικά, ενώ οι διαμαρτυρίες των αγανακτισμένων ήταν τελείως ειρηνικές η αστυνομία κατά τακτά διαστήματα έριχνε χημικά για να διαλύσει τάχα τους διαδηλωτές. Όμως εμείς ξαναγυρνούσαμε με πρησμένα τα μάτια πάλι στις θέσεις μας.
Γιατί το έκαναν αυτό, αφού ήξεραν ότι δεν θα είχε αποτέλεσμα; Απλούστατα. Δεν το έκαναν για μας. Εμάς δεν μας τρόμαζαν. Μάλιστα το χαζεύαμε και λιγάκι, έτσι για να έχουμε και λίγη διασκέδαση μέσα στη μαύρη μαυρίλα, που πλάκωσε τον τόπο.
Δεν το έκαναν για μας. Το έκαναν για τον υπόλοιπο κόσμο, που θα ήθελε να κατέβει στο σύνταγμα και ήθελε να τον τρομοκρατήσει για να μην κατέβει. Και το πέτυχε, γιατί δεν υπήρχε πολύς κόσμος αυτή τη φορά (παλμός και αποφασιστικότητα μεγάλη) όμως λίγος κόσμος σχετικά.
Αργά το βράδυ πήρα πεζός πάλι (για ταξί δεν μου φτάνουν τα χρήματα. Τα λεφτά υπάρχουν, αλλά…) για το Νέο Ψυχικό, κάνοντας αυτή τη φορά έναν μεγαλύτερο στατιστικό γύρο. Είδα πια τα μαγαζιά όχι γεμάτα, αλλά οι πελάτες να στέκονται όρθιοι γιατί δεν υπήρχαν καρέκλες να καθίσουν, για να απολαύσουν αμέριμνοι, ανενόχλητοι και οχλοβοούντες από ευχαρίστηση: Καταλαβαίνετε τώρα τι εννοούσα με τις δύο Ελλάδες.
ΥΓ. Το έγραψα μόλις γύρισα και σας το προσφέρω φρέσκο πριν μπαγιατέψει.
Καλήν όρεξη!
Και κάτι ακόμη, να μην το ξεχάσω. Αν βαρυστομαχιάσετε, μη στενοχωριέστε. Υπάρχει μέθοδος θεραπείας.
Σας συμβουλεύω, αν μου επιτρέπετε, για να κρατήσουμε και τα προσχήματα: Ή πάρτε κόνιο ή καλύτερα ελάτε αύριο το βράδυ να ξεράσετε μπροστά και απέναντι από τη Βουλή.
Θα ήταν το καλύτερο φάρμακο, όσοι νιώθετε φαρμακωμένοι.
Και ένα τελευταίο, αλλά αυτή τη φορά πραγματικά τελευταίο και χωρίς μιζέρια, για τώρα τουλάχιστον:
Μπράβο στην κόρη του Λοϊζου και πάλι μπράβο! Για να διαβάσετε την επιστολή της Μυρσίνης Λοϊζου πατήστε εδώ.
Αυτό θα πει αξιοπρέπεια!
1 Βλέπετε οι εργατοπατέρες για να εμποδίσουν τον κόσμο να πάει στην Πλατεία Συντάγματος, δεν οργάνωσαν ορισμένα δρομολόγια. Εγώ είμαι ορειβάτης και στο κάτω κάτω της γραφής έκανα και εξάσκηση. Ο υπόλοιπος κόσμος που ήθελε να πάει;

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα